L1: English L2: Greek Rules Examples
bone.NOUN οστά/οστή/οστής Short phrases: (make, bone), (clean, bone)
Words: collect, sinew, separate, bury scan, mark, tissue, still, structure, find, cancer, clean
Examples L1: you're a bone gatherer
L2: είσαι συλλέκτρια οστών
L1: he collects dinosaur bones
L2: συλλέγει οστά δεινοσαύρων
L1: bones crack panting crying
L2: τα οστά ρωγμή λαχάνιασμα να φωνάξει
L1: are those finger bones
L2: είναι οστά από δάχτυλα
L1: - classifying old bones
L2: - η ταξινόμηση αρχαίων οστών
bone.NOUN οστικός/οστό/οστώ/οστός Short phrases: (human, bone), (pubic, bone), (frontal, bone), (flesh, bone) (hyoid, bone)
Words: skull, human, mass, pubic loss, old, frontal, break, hyoid
Examples L1: the bone is humanL2: το οστό είναι ανθρώπινοL1: we're dreams and bones L2: είμαστε όνειρα και οστά L1: it was animal bone L2: ήταν οστό ζώου L1: it's a bone fragmentL2: - ένα κομμάτι οστούL1: very healthy bone massL2: εξαιρετική οστική πυκνότητα
bone.NOUN μυελό/μυελός Short phrases: (give, bone), (marrow, biopsy), (need, bone)
Words: match, aspiration, give, biopsy donor, transplant, marrow
Examples L1: you needed bone marrowL2: χρειαζόσουν μυελό των οστώνL1: it's the bone marrowL2: ο μυελός των οστώνL1: do a bone marrow aspirationL2: κάντε μια βιοψία μυελού των οστώνL1: next was the bonemarrow aspirationL2: μετά ήταν η παρακέντηση του μυελού των οστώνL1: it was bone marrow terminalL2: καρκίνος στο τελικό στάδιο στον μυελό των οστών
bone.NOUN μπόω/μπόουν/μπόoυνς/μπόουνς Short phrases: (come, bone), (right, bone), (okay, bone)
Words: listen, say, talk, good hey, look, right, think, go, get, -, know, come, okay
Examples L1: billions of dollars bones L2: δισεκατομμύρια δολάρια μπόουνς L1: bones we should goL2: - μπόουνς πρέπει να φύγουμε - κατανοώ την πρακτικότηταL1: is that real bones L2: είναι αληθινό μπόουνς L1: - bones move asideL2: - κάνε στην άκρη μπόουνς - όχιL1: look at that bones L2: κοίτα αυτό μπόουνς
bone.NOUN bones Short phrases: (raw, bloody), (watch, bone), (bloody, bone), (previously, bone) (♪, bone)
Words: name, ask, raw, watch bloody, previously, ♪
Examples L1: i don't need to hear this bones L2: δεν χρειάζεται να το ακούσω αυτό bones L1: bones come on we're having a good time hereL2: bones έλα περνάμε καλά εδώL1: bones 04x20 ** the cinderella in the cardboard **L2: bones season 4 episode 20 the cinderella in the cardboard bones σαιζόν 4 επεισόδιο 20 η σταχτοπούτα στο χαρτόνι απόδοση διαλόγωνL1: @ there's a billion bones in my backyard @L2: @ there's a billion bones in my backyard @L1: ♪ bones 6x05 ♪ the bones that weren't original air date on november 4 2010L2: bones season 6 episode 5
kneecap.NOUN επιγονατίδα Short phrases: (fractured, kneecap), (one, head), (say, bust), (true, break) (go, break), (tibia, shoot)
Words: fractured, lose, rib, go -, like, impact, upon
Examples L1: you broke your kneecap
L2: έσπασες την επιγονατίδα σου
L1: that fucker destroyed my kneecap
L2: αυτός ο λεχρίτης κατέστρεψε την επιγονατίδα μου
L1: she had an artificial kneecap
L2: είχε μια τεχνητή επιγονατίδα
L1: shut up you pretentious kneecap
L2: σκασε μπορείτε επιτηδευμένο επιγονατίδα
L1: oh my god is that a kneecap
L2: θεέ μου επιγονατίδα είναι αυτό
kneecap.NOUN γόνατο Short phrases: (tickle, kneecap), (aim, kneecap), (move, shoot), (paycheck, kneecap) (break, kneecap), (shoot, kneecap), (one, kneecap), (would, break)
Words: bullet, tickle, crack, aim paycheck, one, bust, break, would
Examples L1: you got both kneecaps L2: είναι εντάξει και τα δυο σου τα γόνατα L1: let's begin with the kneecaps L2: ας αρχίσουμε με τα γόνατα L1: or it's your kneecap nextL2: αλλιώς το δικό σου γόνατο θα είναι το επόμενοL1: pick a pick a kneecap huhL2: διάλεξε ποιο γόνατο θεςL1: it was knocking against his kneecaps L2: του έφτανε μέχρι τα γόνατα .
drag.VERB κουβάλησα/κουβάλησε/κουβαλήσω Short phrases: (way, new), (dark, dungeon), (-so, drag), (way, bath) (know, let), (us, home), (bad, drag), (reason, drag)
Words: friend, reason, bad, dead bed, sorry
Examples L1: i'm sorry i dragged you into this
L2: λυπάμαι που σε κουβάλησα μαζί μου
L1: you dragged me halfway across the world
L2: με κουβάλησες στην άλλη άκρη του κόσμου
L1: i drag him over he has a beer
L2: τον κουβάλησα εδώ να πιει μπύρα
L1: you're going if i have to drag you
L2: θα πάτε ακόμα και αν πρέπει να σας κουβαλήσω
L1: - my idea you dragged me out here
L2: εσύ με κουβάλησες εδώ
drag.VERB σέρνει/σέρνω/σέρνομαι Short phrases: (stop, drag)
Words: child, thing, watch, every old, life, across, along, see, stop, behind, foot, around
Examples L1: you dragged your kneeL2: σέρνεις το γόνατοL1: i'm not dragging herL2: - δεν τη σέρνωL1: don't let it drag L2: μην την σέρνεις L1: she drags her feetL2: σέρνει τα πόδια τηςL1: i'm being dragged somewhereL2: με πηγαίνουν σέρνοντας κάπου
drag.VERB έσυρα/έσυραν/έσυρε/έσυρο Short phrases: (sorry, drag), (killer, drag), (someone, drag)
Words: achilles, yeah, killer, somebody well, body, someone
Examples L1: dragged through these woodsL2: και την έσυρε μέσα στο δάσοςL1: besides why drag themL2: και γιατί τα έσυρεL1: probably from being dragged L2: μάλλον τον έσυραν L1: damn coyotes dragged her offL2: τα καταραμένα τα κογιότ την έσυραν μακριάL1: that small person dragged somebodyL2: - αυτή η μικροκαμωμένη έσυρε κάποιον
drag.VERB σύρατε/σύρε/σύρει/σύρω Short phrases: (even, drag), (let, drag), (could, drag), (try, drag) (go, drag)
Words: let, name, want, try go, could, back
Examples L1: drag that fairy outL2: σύρε έξω την αδερφήL1: drag me into whatL2: σύρετε μου σε τιL1: drag him under the truckL2: σύρε τον κάτω απ' το φορτηγόL1: let's not drag it up againL2: ας μην το σύρετε και πάλιL1: don't drag them along with youL2: μην σύρεις κι αυτούς μαζί σου
drag.VERB παρασύρει/παρασύρω Short phrases: (whole, family), (try, drag), (never, drag), (want, drag)
Words: else, try, never, want family, let
Examples L1: to drag us acrossL2: να μας παρασύρει στην άλλη όχθηL1: it keeps dragging you awayL2: σε παρασύρει συνέχειαL1: he's just gonna drag you downL2: θα σε παρασύρειL1: i'll drag you down with meL2: θα σε παρασύρω μαζί μου τ' ορκίζομαι στο θεό θα το κάνωL1: the past always drags you downL2: το παρελθόν σε παρασύρει
drag.VERB σύρθηκε/συρθώ Short phrases: (victim, drag), (get, drag), (must, drag), (look, like) (across, floor), (body, drag)
Words: floor, wood, must, victim something
Examples L1: drag marks here and hereL2: μοιάζει σαν κάποιος να σύρθηκε προς τα εδώ κι εδώL1: sam was dragged before callenL2: ο σαμ σύρθηκε μπροστά στον κάλενL1: they parallel the dragging body andL2: είναι παράλληλες στην κατεύθυνση που σύρθηκε το πτώμαL1: victim was shot mutilated and dragged L2: το θύμα πυροβολήθηκε ακρωτηριάστηκε και σύρθηκε L1: okaythe rape victim o was dragged L2: λοιπόν το θύμα βιασμού σύρθηκε
drag.VERB έσερναν/έσερνε Short phrases: (say, drag), (wife, drag), (far, drag), (left, leg) (leg, try), (around, world), (mother, drag), (use, drag), (would, drag)
Words: mother, left, owner, time leg, around, use, would
Examples L1: more like hit and drag L2: - μάλλον σαν να τον έσερναν L1: he dragged me along the groundL2: μ' έσερνε στο έδαφοςL1: he was dragging a woman with himL2: έσερνε μια γυναίκα μαζί τουL1: looks like somebody was dragging something down the stairsL2: φαίνεται πως κάποιος έσερνε κάτι κάτω στις σκάλεςL1: i saw them being dragged away through the hot springsL2: τους είδα που τους έσερναν μέσα από τις θερμοπηγές
drag.VERB τραβολογά/τραβολογώ Short phrases: (jason, drag), (africa, go), (go, ivory), (wood, tonight) (art, gallery), (back, art), (central, park), (right, drag), (minute, right)
Words: jason, must, poor, another bastard, around
Examples L1: you dragged me around while saying sorry tooL2: με τραβολογάς παντού κάνοντας ότι θέλεις και λέγοντας πάντα συγγνώμηL1: i was dragged around by sean my generationsomethingelse dateL2: ο σων το ραντεβού της άλλης δεκαετίας με τραβολογούσε παντούL1: he used to drag that doll aroundcalling it his sisterL2: τραβολογούσε την κούκλα παντού και την έλεγε αδελφή τουL1: why are you dragging us off to this deserted palaceL2: γιατί μας τραβολογάς σ΄αυτό το έρημο ανάκτοροL1: i didn't have him drag you in the first timeL2: δεν το έβαλα εγώ να σε τραβολογάει ούτε την πρώτη φορά .
suit.NOUN ταγιέρ Short phrases: (business, suit), (skirt, suit), (chanel, suit), (gray, suit) (woman, suit)
Words: business, woman, blazer, skirt chanel, fantastic, mine, gray
Examples L1: that's a pretty suit
L2: ωραίο ταγιέρ
L1: armani skirt suit midheel pumps tasteful cleavage
L2: με ταγιέρ αρμάνι ψηλοτάκουνα και βαθύ ντεκολτέ
L1: i need like a sweat suit or something
L2: - χρειάζομαι κάτι σε ταγιέρ
L1: you know it's saturday you're wearing a suit and
L2: ξέρεις είναι σάββατο κι εσύ φοράς ταγιέρ και
L1: you're ruining a 900 suit my dad gave me
L2: καταστρέφεις το ακριβό ταγιέρ που μου χάρισε ο πατέρας μου
suit.NOUN στολός Short phrases: (get, get), (bomb, suit), (wear, bomb), (space, suit) (hazmat, suit)
Words: acid, us, save, bomb space, need, -, hazmat, mask
Examples L1: god these suits weigh a tonL2: βαριές αυτές οι στολέςL1: how much urine do these suits holdL2: πόσα ούρα μπορούν να κρατήσουν αυτες οι στολέςL1: you know how powerful these suits areL2: ξέρεις πόσο ισχυρές είναι αυτές οι στολέςL1: some of them aren't wearing hazmat suits L2: - κάποιοι δεν φοράνε στολές L1: space suits were stored in those sectionsL2: οι στολές διαστήματος ήταν εκεί αποθηκευμένες
autopsy.NOUN αυτοψία/αυτοψίας/αυτοψίε Short phrases: (full, autopsy), (determine, whether), (psychological, autopsy)
Words: start, full, complete, determine whether, body, -, psychological, conduct, autopsy, perform
Examples L1: we've almost finished the autopsies
L2: σχεδόν τελειώσαμε με τις αυτοψίες κυβερνήτη
L1: - he'll be handling the autopsies
L2: - θα κάνει εκείνος τις αυτοψίες
L1: you said the psychological autopsy was inconclusive
L2: είπες ότι η ψυχολογική αυτοψία δεν οδήγησε σε συμπεράσματα
L1: fyimy malpractice insurance doesn't cover alien autopsies
L2: απλά για να ξέρεις η ασφάλειά μου δεν καλύπτει αυτοψίες εξωγήινων
L1: i perform hundreds of autopsies a year
L2: εκτελώ εκατοντάδες αυτοψίες κάθε χρόνο
autopsy.NOUN νεκροψία Short phrases: (know, autopsy), (want, autopsy), (confirm, venom), (venom, deadly) (dead, rose), (rose, slasher), (somebody, whose)
Words: day, police, ill, go know, dead, somebody, whose
Examples L1: how did their autopsies goL2: πώς πάνε οι νεκροψίες τους ;L1: what did the autopsies showL2: τί έδειξε η νεκροψίαL1: we doing autopsies in here nowL2: - κάνουμε νεκροψίες εδώ τώραL1: i basically created a virtual autopsy L2: - βασικά έφτιαξα μια εικονική νεκροψία L1: sure it will make you super autopsies L2: σίγουρα θα σου κάνει εκπληκτικές νεκροψίες
absolution.NOUN αμαρτία Short phrases: (want, absolution), (come, absolution), (receive, absolution), (ask, absolution) (deserve, absolution), (get, absolution)
Words: absolution, want, receive, deserve ask, meet, get
Examples L1: i gave him absolution
L2: του έδωσα άφεση αμαρτιών
L1: it's too late for absolution
L2: θα είναι πολύ αργά για άφεση αμαρτιών
L1: all i want is absolution
L2: το μόνο που θέλω είναι άφεση αμαρτιών
L1: the vicar gave her absolution
L2: ο εφημέριος της έδωσε άφεση αμαρτιών
L1: then i cannot give you absolution
L2: δεν μπορώ να σου δώσω άφεση αμαρτιών
absolution.NOUN άφεση Short phrases: (afraid, absolution), (give, absolution), (grant, absolution)
Words: even, offer, may, sin grant
Examples L1: absolution is the only wayL2: h άφεση εívαι η μóvη oδóςL1: you must grant him absolution L2: πρέπει να του δώσεις άφεση L1: to continue i need your absolution L2: για να συνεχίσω χρειάζομαι άφεση αμαρτιών από σένα L1: - quickly and i will give you absolution L2: - γρήγορα ώστε να σου δώσω άφεση L1: an absolution that will bring honour to this countryL2: μία άφεση αμαρτιών που θα φέρει τιμή σ' αυτή τη χώρα
tie.NOUN γραβάτα/γραβάτος Short phrases: (tie, tie), (take, tie), (give, tie), (put, tie) (suit, tie), (wear, tie)
Words: look, take, put, fix nice, shirt, like, give, suit, wear
Examples L1: your tie and shoelaces
L2: ορίστε η γραβάτα και τα κορδόνια σας
L1: i love this tie
L2: λατρεύω αυτή τη γραβάτα
L1: i like that tie
L2: - μου αρέσει η γραβάτα
L1: he hated fuckin' ties
L2: τις μισούσε τις γραβάτες να πάρει
L1: that's a pretty tie
L2: ωραία γραβάτα
tie.NOUN παπιγιόν Short phrases: (look, room), (fall, sauce), (okay, lose), (change, tie) (body, wear), (white, tie), (say, tie), (bow, tie)
Words: fall, change, white, little bow
Examples L1: bow ties are coolL2: τα παπιγιόν τα σπάνεL1: he's wearing a bow tie L2: φοράει παπιγιόν L1: my what a nice tie L2: θεέ μου τι όμορφο παπιγιόν L1: i like your bow tie L2: μου αρέσει το παπιγιόν σου L1: - my tie's falling apartL2: - το παπιγιόν μου χάλασε
tie.NOUN ισοπαλία Short phrases: (happen, tie), (right, tie), (always, tie), (maybe, tie) (lt, tie), (break, tie), (a, tie), (call, tie)
Words: paige, lt, score, go game, call
Examples L1: there are no ties L2: δεν έχει ισοπαλίες L1: never mind the tie L2: δεν πειράζει την ισοπαλία L1: see it's a tie L2: ισοπαλία χάσαμε και οι δύο L1: it's a tie thenL2: είμαστε ισοπαλία τότεL1: we have a tie L2: έχουμε ισοπαλία
tie.NOUN δεσμά/δεσμό/δεσμός/δεσμού Short phrases: (break, tie), (blood, tie), (close, tie), (strong, tie) (sever, tie), (family, tie), (cut, tie)
Words: mob, community, break, blood close, strong, sever, bind, family, cut
Examples L1: well a tie hereL2: καλά ένα δεσμό εδώL1: ties that hold thingsL2: δεσμούς που κρατούν τα πράγματαL1: no ties tangle freeL2: χωρίς δεσμούς ελεύθερο μπλέξιμοL1: to ties that bind usL2: με δεσμά που μας ενώνουνL1: henceforth our ties are brokenL2: από εδώ και μπρος οι δεσμοί μας κόβονται
break.VERB ταπί Short phrases: (go, job), (say, break), (kind, break), (force, man) (man, something), (pretty, break), (think, say)
Words: yeah, well, kind, force pretty, day
Examples L1: i hate being broke
L2: - δεν μου αρέσει που είμαι ταπί
L1: - are you broke
L2: είσαι ταπί ήδη
L1: why is she broke
L2: γιατί είναι ταπί
L1: we are so goddamned broke
L2: είμαστε ταπί
L1: you've been broke before sir
L2: ΄εχετε ξαναμείνει ταπί
break.VERB ξέσπασαν/ξέσπασε/ξεσπάσω/ξεσπώ Short phrases: (riot, break), (hell, break), (fight, break), (fire, break) (war, break)
Words: riot, storm, hell, fight loose, fire, war
Examples L1: civil war breaks outL2: ο εμφύλιος πόλεμος ξεσπάL1: freedom has broken outL2: η ελευθερία έχει ξεσπάσειL1: an argument breaks outL2: ξεσπάει μία διαφωνίαL1: we must break throughL2: πρέπει να ξεσπάσουμεL1: - will break looseL2: - που θα ξεσπάσει
break.VERB λυγίσω/λυγίζω Short phrases: (could, break), (bend, break)
Words: go, easy, may, spirit us, could, let, bend
Examples L1: but everybody breaks eventuallyL2: αλλά όλοι λυγίζουν τελικάL1: she'll try to break youL2: θα προσπαθήσει να μας λυγίσειL1: hey this won't break himL2: δεν θα λυγίσει εντάξειL1: - but everyone breaks eventuallyL2: - όμως όλοι λυγίζουν στο τέλοςL1: they're breaking into his mindL2: λυγίζουν το μυαλό του
break.VERB ράγομαι Short phrases: (still, break), (like, heart), (lot, heart), (break, heart)
Words: fracture, little, still, lot heart
Examples L1: she broke your heartL2: σου ράγισε την καρδιάL1: your heart is broken L2: χωρίς να σε νοιάζει πόσες φορές ράγισε η καρδιά σου L1: anastasia broke my heartL2: - η αναστασία μου ράγισε την καρδιάL1: i broke your heartL2: εγώ σου ράγισα την καρδιάL1: broke my heart steveL2: μου ράγισες την καρδιά στηβ
break.VERB διέλυσε/διέλυσες Short phrases: (long, ago), (parent, marriage), (police, break)
Words: relationship, friend, fix, wedding parent, marriage, family, engagement
Examples L1: it's broke as fuckL2: διέλυσε τελείωςL1: he broke it offL2: αυτός τον διέλυσεL1: who broke it offL2: ποιος διέλυσε τον δεσμόL1: she broke him conradL2: τον διέλυσε κόνραντL1: when donny broke it offL2: και ο ντόνι ήταν που το διέλυσε
break.VERB διέρρηξα/διέρρηξαν/διέρρηξε/διέρρηξες Short phrases: (one, break), (somebody, break), (someone, break)
Words: locker, safe, night, lab somebody, car, someone, apartment, office, house
Examples L1: broke into my houseL2: διέρρηξε το σπίτι μουL1: and broke in againL2: και τη διέρρηξες ξανάL1: did you break inL2: εσύ το διέρρηξεςL1: i broke a safeL2: διέρρηξα ένα χρηματοκιβώτιοL1: who broke into lucyL2: ποιος διέρρηξε την λούση
break.VERB άφραγκο/άφραγκος Short phrases: (story, yeah), (go, lonesome), (ex, break), (damn, break) (romantic, break), (find, romantic), (well, brain), (brain, break), ("thinkwere", break), (pull, break), (everybody, break)
Words: besides, thinkwere, leave, everybody
Examples L1: me broke you know rastaL2: ξέρεις είμαι άφραγκος rastaL1: can you believe i'm broke alreadyL2: το πιστεύεις ότι είμαι ήδη άφραγκοςL1: it can't happen i'm shit broke L2: δεν μπορεί να γίνει γιατί είμαι άφραγκος L1: it's no secret you're broke lovecraftL2: όλοι ξέρουν ότι είσαι άφραγκοςL1: like martha stewart broke or mc hammer brokeL2: λίγο ή πολύ άφραγκος
break.VERB παρανομήσω/παρέβη/παρέβηκα Short phrases: (never, break), (first, rule), (know, break), (one, rule) (vow, break)
Words: one, oath, commandment, vow rule, law
Examples L1: i broke the lawL2: παρέβηκα τον νόμοL1: he broke the law jasonL2: παρέβη το νόμο τζέισονL1: sofia pena broke the rulesL2: η σοφία πένια παρέβη τους κανόνεςL1: first broke my rule yesterdayL2: πρώτα παρέβης τον κανόνα μου χθεςL1: make them break their rulesL2: τους ανάγκασες να παρανομήσουν
break.VERB νερά Short phrases: (think, get), (element--, break), (people, element--), (never, let) (may, thing), (soften, begin), (story, get), (get, water), (think, water), (water, go), (water, break)
Words: element--, water
Examples L1: my waters have broken L2: έσπασαν τα νερά μου L1: look her water broke L2: έσπασαν τα νερά γεννάει τώρα L1: you've broken your watersL2: έσπασαν τα νεράL1: clarice's water just broke L2: τα νερά της κλαρίς έσπασαν L1: my water just broke L2: μόλις σπάσανε τα νερά μου
break.VERB απένταρο/απένταρος Short phrases: (million, go), (leave, break)
Words: arthur, erich, like, even broker, broke, hungry, leave, would
Examples L1: - i was broke L2: ήμουν απένταρος L1: they are stone broke L2: είναι απένταροι α L1: i thought you were broke L2: νόμιζα ότι ήσουν απένταρος L1: - i've been broke beforeL2: - κι άλλες φορές ήμουν απένταροςL1: we were broke hat broke L2: ειμασταν απένταροι τελείως απένταροι
break.VERB διαλύθηκε Short phrases: (alliance, break), (year, ago), (group, break), (engagement, break) (marriage, break), (band, break)
Words: immediately, alliance, old, group band, apart, marriage
Examples L1: my marriage just broke upL2: ο γάμος μου μόλις διαλύθηκεL1: that 'n sync broke upL2: - και το συγκρότημα nsync που διαλύθηκεL1: my heart broke for youL2: η καρδιά μου διαλύθηκε για σέναL1: you come from a broken homeL2: διαλύθηκε η οικογένειά σουL1: satrina's army sure broke up quicklyL2: ο στρατός της σατρίνας διαλύθηκε πολύ γρήγορα
break.VERB διαρρήξει/διαρρήξω/διαρρήζω Short phrases: (help, break), (could, break), (house, steal), (house, break) (want, break), (try, break)
Words: use, place, go, office want, try, enter
Examples L1: it's already broken inL2: το έχουν ήδη διαρρήξειL1: breaking into a schoolL2: να διαρρήξει το σχολείοL1: you mean breaking in hereL2: εννοείς να διαρρήξουμε το μέροςL1: i'm not gonna break inL2: δεν θα το διαρρήξωL1: it's better than breaking inL2: είναι καλύτερο από το να το διαρρήξουμε
break.VERB εισβάλλει/εισβάλλω/εισβάλω Short phrases: (convict, break), (old, lady), (house, take), (wanna, break)
Words: onto, person, room, bank house, computer, wanna, catch
Examples L1: nobody said anything about breaking inL2: κανείς δεν είπε τίποτα για να εισβάλουμεL1: masked intruders break into the beroldy homeL2: μασκοφόροι ληστές εισβάλουν στο σπίτι των μπερόλντιL1: we're talking about breaking into a police stationL2: λέμε να εισβάλλουμε σε αστυνομικό τμήμαL1: picked a bad day to break into my worldL2: διάλεξες τη λάθος μέρα για να εισβάλλεις στον κόσμο μουL1: now why are you breaking in to my quartersL2: λοιπόν γιατί εισβάλλεις στα χωράφια μου
break.VERB μπούκαρε/μπουκάρει/μπουκάρω Short phrases: (cop, break), (house, burn), (somebody, break), (house, kill)
Words: decide, stranger, somebody, people place
Examples L1: you can't just break inL2: - δεν μπορείς να μπουκάρεις έτσιL1: maybe you should just break inL2: μήπως να μπουκάρεις μέσαL1: he's broken into a city access tunnelL2: μπούκαρε σ' ένα τούνελ πρόσβασης της πόληςL1: now you break into the wrong houseL2: μετά μπουκάρεις σε λάθος σπίτιL1: what were you doing breaking into kallus's officeL2: για ποιο λόγο μπούκαρες στο γραφείο του κάλους
break.VERB δραπέτευσε/δραπετεύσω Short phrases: (salazar, prison), (forth, grave), (grave, eternally)
Words: bauer, forth, escape, morning salazar, prison, jail, free
Examples L1: he didn't break outL2: δεν δραπέτευσε μόνος τουL1: who'll break salazar outL2: ποιος θα τον βοηθήσει να δραπετεύσειL1: we could try breaking outL2: μπορούμε να προσπαθήσουμε να δραπετεύσουμεL1: broke away learned to flyL2: δραπέτευσε έμαθε να πετάειL1: he broke out to see me brianL2: δραπέτευσε για να έρθει να με δει μπράιαν
break.VERB εισέβαλαν/εισέβαλε/εισέβαλλε Short phrases: (assailant, break), (employee, break), (take, time), (apartment, take) (last, night), (warehouse, release), (nick, break), (man, break)
Words: assailant, employee, kill, warehouse nick, man
Examples L1: he didn't break in momL2: δεν εισέβαλε μαμάL1: he broke out not inL2: απέδρασε δεν εισέβαλλεL1: he broke into my compartmentL2: εισέβαλε στο βαγόνι μουL1: he broke into the iseaL2: εισέβαλε στην δυεδL1: someone broke into the digL2: κάποιος εισέβαλε στην ανασκαφή
break.VERB έκτακτα/έκτακτος Short phrases: (clear, break), (news, zit), (zit, break), (bring, break)
Words: zit, coverage, programming, john story, bring, news
Examples L1: we have breaking newsL2: έχουμε έκτακτα νέα ότιL1: got some breaking newsL2: έχω έκτακτα νέαL1: this is breaking newsL2: έχουμε έκτακτο δελτίοL1: the breaking news at the momentL2: έκτακτο δελτίοL1: - when are we breaking inL2: - πότε βγάζουμε έκτακτο
break.VERB σπάμε/σπάνε Short phrases: (thing, break), (condom, break), (bone, break)
Words: window, code, bond, condom glass, easy, sometimes, leg, ball, bone, thing
Examples L1: they're breaking my placeL2: μου σπάνε το μαγαζίL1: they break peoples' legsL2: αυτοί σπάνε τα πόδια των ανθρώπωνL1: hands break feet don'tL2: το χέρια σπάνε τα πόδια όχιL1: - break your ballsL2: σου σπάνε τ' αρχίδιαL1: united to break metalL2: ενωμένη σπάνε κόκαλα
break.VERB breaking Short phrases: (stop, talk), (bad, wire), (season, break), (good, show) (bad, good), (watch, break)
Words: *, enter, ♪, stop season, watch, bad
Examples L1: * breaking the rulesL2: * breaking the rulesL1: my breaking bad season fiveL2: η δική μου εκδοχή της 5ης σεζόν του breaking badL1: previously on amc's breaking badL2: στα προηγούμενα επεισόδια του breaking badL1: don't say anything about breaking badL2: μην πεις τίποτα για το breaking badL1: why is it breaking your heartL2: why is it breaking your heart
pyjama.NOUN πιτζάμα/πιτζάμες Short phrases: (still, pyjama), (spencer, pyjama), (forget, pyjama), (help, pyjama) (give, pyjama), (nice, pyjama), (wear, pyjama)
Words: still, spencer, forget, old -, give, pyjama, wear
Examples L1: soyou need pyjamas hygienic items
L2: λοιπόνθα χρειαστείτε πιτζάμες είδη υγιεινής
L1: - these pyjamas aren't helping
L2: - οι πιτζάμες δεν βοηθούν
L1: eh he sleeps in pyjamas
L2: φοράει πιτζάμες
L1: you traded rags for silk pyjamas
L2: αντάλλαξες κουρέλια με μεταξωτές πιτζάμες
L1: - i'm wearing my pyjamas jane
L2: - φοράω τις πιτζάμες μου τζέιν
pyjama.NOUN πυτζάμα/πυτζάμες Short phrases: (find, pyjama), (see, pyjama), (pair, pyjama), (expect, wear) (take, great), (great, personal), (arrange, get)
Words: find, even, come, pair long, shirt, yellow, bottom, transparent
Examples L1: here are your pyjamas L2: να οι πυτζάμες σας L1: oh hello sexy pyjamas L2: σέξι πυτζάμες L1: pyjamas in the shower nowL2: με τις πυτζάμες στο ντουςL1: and those are my pyjamas L2: και αυτές είναι οι πυτζάμες μου L1: now get your pyjamas onL2: τώρα φόρα τις πυτζάμες σου
railing.NOUN κιγκλίδωμα/κιγκλίδωμος Short phrases: (put, railing), (get, railing), (climb, railing), (try, grab) (see, jump), (uh, railing), (joanie, get), (watch, procession), (procession, pass), (first, time), (like, first)
Words: break, put, right, get uh, like
Examples L1: there's no railing here
L2: δεν υπάρχει κιγκλίδωμα εδώ
L1: i just want a railing
L2: απλά θέλω ένα κιγκλίδωμα ξέρεις
L1: we're supposed to hold the railings
L2: πρέπει να κρατάμε το κιγκλίδωμα
L1: prue get away from the railing
L2: φύγε από το κιγκλίδωμα
L1: that's why you have the railing so they don't fall
L2: αυτός είναι ο λόγος που έχετε το κιγκλίδωμα έτσι ώστε να μην πέφτουν
railing.NOUN κάγκελα/κάγκελο Short phrases: (tie, railing), (toss, railing), (shoot, toss), (watch, railing) (grab, railing), (lean, railing), (paint, railing)
Words: paint, try, give, come lean, grab, railing
Examples L1: this railing was handcarved mahoganyL2: αυτά τα κάγκελα σκαλίστικαν στο χέρι και είναι από ερυθρόξυλοL1: that's for canvases not railings not only thatL2: είναι για πίνακες όχι κάγκελαL1: she climbed over the railing to get away from youL2: σκαρφάλωσε στο κάγκελο για να απομακρυνθεί από εσέναL1: now didn't the bishop want us to chain ourselves to the railings L2: τώρα δεν ήθελε ο επίσκοπος να δεθούμε στα κάγκελα L1: he uh he chased her down and then he got up against the railing like thisL2: την κυνήγησε ως εδώ και μετά ανέβηκε εδώ πάνω στα κάγκελα κάπως έτσι
modesty.NOUN σεμνότητα Short phrases: (virtue, modesty), (well, modesty), (need, false), (will, modesty) (teach, little), (stupid, modesty)
Words: virtue, need, say, well take, reasonableness, would, allow, stupid
Examples L1: someone of such modesty
L2: τόση σεμνότητα
L1: now now no modesty
L2: άσε τις σεμνότητες
L1: - nope modesty went punk
L2: - όχι η σεμνότητα έγινε punk
L1: let them wear just enough for modesty
L2: να φοράνε μόνο ότι απαιτεί η σεμνότητα
L1: this is no time for modesty or doubt
L2: δεν είναι ώρα για σεμνότητα ή αμφιβολία
modesty.NOUN μετριοφροσύνη Short phrases: (hard, work), (certainly, come), (come, pleasant), (false, modesty)
Words: hard, integrity, woman, let come, certainly, false, modesty
Examples L1: - your modesty becomes youL2: η μετριοφροσύνη σου είναι το κάτι άλλοL1: your modesty is very touching gabrielL2: η μετριοφροσύνη σου είναι συγκινητική γκάμπριελL1: a little modesty might suit you betterL2: λίγη μετριοφροσύνη δε θα έβλαπτεL1: you're gonna work on your modesty nowL2: καιρός να δουλέ ψουμε λίγο την μετριοφροσύνη σουL1: you know this false modesty is getting a little bit old ileneL2: το κόλπο της ψεύτικης μετριοφροσύνης πάλιωσε αϊλίν
genius.NOUN πανέξυπνε/πανέξυπνη/πανέξυπνος Short phrases: (idea, get), (right, genius), (plan, genius), (go, genius) (actually, genius), (pretty, genius)
Words: get, bro, sign, yeah okay, pretty, plan, actually, idea
Examples L1: that's a genius move
L2: - αυτό είναι πανέξυπνο
L1: thanks geniuses shut up
L2: - ευχαριστώ πανέξυπνοι
L1: yeah pretty genius right
L2: δεν είναι πανέξυπνο
L1: you are a genius
L2: εισαι πανέξυπνη
L1: mom this is genius
L2: μαμά αυτό είναι πανέξυπνο
genius.NOUN ευφυΐα Short phrases: (paint, masterpiece), (touch, genius), (tech, genius), (see, genius) (sure, genius), (take, genius)
Words: take, touch, big, tech evil, grant, would
Examples L1: he was a genius L2: ήταν ευφυΐα L1: ashley you're a genius L2: 'ασλεη είσαι ευφυΐα L1: you're a damn genius babyL2: είσαι ευφυΐαL1: do you want to know his genius L2: θέλεις να γνωρίσεις την ευφυΐα του L1: you're supposed to be a technological genius L2: υποτίθεται πως είσαι τεχνολογική ευφυΐα
genius.NOUN διάνοια/διάνοιες/διάνοιος Short phrases: (great, genius), (tell, genius), (know, genius), (little, genius)
Words: never, computer, figure, man -, like, genius
Examples L1: you're a real genius L2: καλά είσαι διάνοια L1: let's hear it genius L2: ακούω διάνοια L1: marge you're a genius L2: - είσαι διάνοια L1: - you're a genius L2: είσαι διάνοια L1: these guys are genius L2: αυτοί οι τύποι είναι διάνοιες
inch.NOUN σπιθαμή Short phrases: (go, every), (cover, every), (know, every), (comb, every) (want, every), (search, every), (every, inch)
Words: know, floor, check, comb want, place, search, every
Examples L1: slowly inch at a time
L2: σίγασιγάμια σπιθαμή τη φορά
L1: he knows every inch of this place
L2: γνωρίζει κάθε σπιθαμή του δάσους
L1: i've searched every inch of this area
L2: έχω ψάξει κάθε σπιθαμή αυτής της περιοχής
L1: and she never budged an inch for anybody
L2: και δεν έκανε πίσω ούτε σπιθαμή για κανέναν
L1: we have scoured every inch of the galley
L2: ψάξαμε κάθε σπιθαμή του εστιατορίου
inch.NOUN ίντσα/ιντσή/ίντσες Short phrases: (20, inch), (need, every), (12, inch), (nine, inch)
Words: high, use, #, long top, 3, nine, -, foot, thick, 12, 20, steel
Examples L1: 12 inches a dayL2: - 18 ίντσες την μέρα 45 εκατοστάL1: destination nine inches aheadL2: προορισμός εννέα ίντσες μπροστάL1: 65 inches of stitchingL2: 65 ίντσες ραμμάτωνL1: you're eight inches shortL2: λείπουν 8 ίντσεςL1: - 28 inches babyL2: - 28 ίντσες μωρό μου
inch.NOUN εκατοστό/εκατοστώ/εκατοστός Short phrases: (get, one), (one, inch), (per, square), (move, inch) (square, inch)
Words: diameter, go, property, head another, square, give, one, every, per, move
Examples L1: apparently not every inch L2: προφανώς όχι κάθε εκατοστό L1: but every inch is preciousL2: κάθε εκατοστό είναι πολύτιμοL1: every bloody inch of youL2: κάθε εκατοστό του κορμιού σουL1: carbon steel six inches longL2: ατσάλινος μήκους 15 εκατοστώνL1: he never moves an inch L2: - όχι ούτε εκατοστό
inch.NOUN πόντο/πόντος/πόντου/πόντους Short phrases: (4, inch), (six, inch), (half, inch), (three, inch) (eight, inch)
Words: heel, leg, must, three water, body, tall, grow, eight
Examples L1: inches a couple inchesL2: πόντους πέντε πόντουςL1: an inch too lowL2: δυόμισι πόντους χαμηλότερα απ' όσο έπρεπεL1: 382 yards 18 inches L2: 350 μέτρα 457 πόντοι L1: there's inches separating their tiresL2: μόλις λίγοι πόντοι χωρίζουν τις ρόδες τουςL1: - someone 8 inches tallL2: κάποιος ύψους 24 πόντων
firecracker.NOUN πυροτέχνημας/πυροτεχνήματο/πυροτέχνημο Short phrases: (little, firecracker), (like, firecracker), (garage, know)
Words: firecracker, hand, little, make like, back, christmas, real, old, ever, big, toby
Examples L1: why do i hear firecrackers
L2: γιατί ακούω πυροτεχνήματα
L1: what did you use firecrackers
L2: τι έβαλες πυροτέχνημα
L1: you know those aren't firecrackers
L2: το ξέρεις ότι αυτά δεν είναι πυροτεχνήματα
L1: we've got the chinese firecracker
L2: εμείς έχουμε το κινεζικό πυροτέχνημα
L1: hey can i have a firecracker
L2: έχετε κανένα πυροτέχνημα
firecracker.NOUN κροτίδα Short phrases: (kill, danny), (play, firecracker), (set, firecracker), (think, firecracker) (get, firecracker), (throw, firecracker)
Words: play, get, set, backyard think, drop, throw
Examples L1: firecrackers worth 600 tomansL2: κροτίδες που κοστίζουν 600 τομάνςL1: they threw firecrackers at my head firecrackersL2: έριχναν κροτίδες στο κεφάλι μουL1: i'm sending evac with a few firecrackers L2: στέλνω εκκένωσαν με λίγες κροτίδες L1: i loved to make my own firecrackers cherry bombs ladyfingersL2: μου άρεσε να φτιάχνω πυροτεχνήματα κροτίδεςL1: did you put firecrackers in his head just for meL2: έβαλες κροτίδες στο κεφάλι του για χάρη μου
bill.NOUN νόμος/νομοσχέδιο/νομοσχεδίο Short phrases: (support, bill), (energy, bill), (pass, bill)
Words: house, education, propose, introduce law, vote, energy, sign, push, would, support, pass
Examples L1: it's a hotel bill
L2: είναι ένα νομοσχέδιο το ξενοδοχείο
L1: i want this bill
L2: θέλω αυτό το νομοσχέδιο
L1: it was my bill
L2: ήταν δικό μου νομοσχέδιο
L1: the antidrug bill right
L2: tο νομοσχέδιο καταπολέμησης ναρκωτικών σωστά
L1: the bill you've submitted
L2: ο νόμος που εισήγαγες
bill.NOUN λογαριασμο/λογαριασμός/λογαριασμού/λογαριασμούς Short phrases: (credit, card), (utility, bill), (hospital, bill), (medical, bill) (phone, bill), (pay, bill)
Words: pile, unpaid, lot, utility hospital, come, credit, medical, phone, pay
Examples L1: even your dressmakers' bills L2: ακόμα και τους λογαριασμούς από τις μοδίστρες σου L1: - you've got bills L2: - έχεις λογαριασμούς L1: work people bills peopleL2: - δουλειά λογαριασμοίL1: gotta pay the bills L2: - οι λογαριασμοί τρέχουν L1: they weren't bills manL2: δεν ήταν λογαριασμοί
bill.NOUN χαρτονόμισμα/χαρτονομίσμαα/χαρτονομίσματας/χαρτονομίσματο Short phrases: (big, bill), (unmarked, bill), (counterfeit, bill), (dollar, bill) (100, bill), (small, bill)
Words: one, 50, old, take million, unmarked, dollar, counterfeit, 100, mark, small
Examples L1: deliver in unmarked bills L2: φέρε σε απροσημείωτα χαρτονομίσματα L1: why only two bills L2: γιατί μόνο δύο χαρτονομίσματα L1: the big bills underneathL2: τα μεγάλα χαρτονομίσματα κάτωL1: all 100 dollars bills L2: είναι όλα χαρτονομίσματα των 100 L1: mostly small bills thoughL2: είναι κυρίως μικρά χαρτονομίσματα
bill.NOUN δολαρία/δολαρίο Short phrases: (two, bill), (100, bill), (three, bill), (one, bill) (20, bill), (10, bill), (5, bill), (dollar, bill)
Words: 100, one, 20, five $, 5, 10, 50, dollar, two
Examples L1: my face on the onedollar bill L2: το πρόσωπό μου στο χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου L1: you sold her a bill of goods worth 19000L2: της πούλησες αέρα αξίας 19000 δολαρίων - παρακαλώL1: and the winner of the 100 bill is ned flandersL2: και ο νικητής των 100 δολαρίων είναι ο νεντ φλάντερςL1: rebecca you just got a credit card bill of 900L2: ρεμπέκα μόλις πήρες έναν λογα ριασμό 900 δολαρίων στην πιστωτικήL1: we enter customs and change 10 cent coupons with 50 dollar bills L2: θα μπούμε στο τελωνείο και θα εξαργυρώσουμε 10 σεντς σε κουπόνια μαζί με το χαρτονόμισμα των 50 δολαρίων
ring.NOUN βέρα/βέρες Short phrases: (lose, ring), (forget, ring), (exchange, ring), (wear, ring) (wedding, ring)
Words: bearer, uh, see, lose thee, exchange, forget, wear, finger, wedding
Examples L1: look the wedding ring
L2: κοίτα η βέρα
L1: she wore a ring
L2: αυτή φορούσε μία βέρα
L1: why zelman's wedding ring
L2: γιατί την βέρα του ζέλμαν
L1: her diamond wedding ring
L2: τη διαμαντένια βέρα της
L1: the wedding rings yes
L2: οι βέρες ναι
ring.NOUN δακτυλίδι/δακτύλιο/δακτύλιος/δακτυλίου Short phrases: (docking, ring), (gold, ring), (inner, ring), (saturn, ring) (give, ring)
Words: four, docking, form, tree give, around, cock, gold, steal, saturn
Examples L1: he forget the ring L2: ξέχασε το δακτυλίδι L1: see this white ring L2: βλέπετε αυτό τον λευκό δακτύλιο L1: they're my expensive rings L2: είναι τα πανάκριβα δακτυλίδια μου L1: i got the ring L2: έχω το δακτυλίδι L1: see see our ring L2: κοίτα κοίτα το δακτυλίδι μας
ring.NOUN ρίνγκ/ρινγκ/rings Short phrases: (get, back), (bell, ring), (way, ring), (boxing, ring) (get, ring), (come, ring), (back, ring), (enter, ring), (go, ring), (step, ring)
Words: guy, go, bell, boxing come, enter, fight, step
Examples L1: carphone rings siren wailsL2: rings carphone σειρηνα θρήνοιL1: doctor to the ring L2: γιατρέ στο ρινγκ L1: i'm going to the ring L2: πάω στο ρινγκ L1: just in the ring artL2: μόνο στο ρινγκ αρτL1: ring work get to workL2: δουλέψτε στο ρινγκ
ring.NOUN αρραβώνα Short phrases: (eye, look), (make, wear), (look, eye), (lightness, skin) (go, lightness), (chaotica, wedding), (back, wedding), (wedding, engagement), (promise, ring), (engagement, ring)
Words: chaotica, promise, engagement
Examples L1: perhaps an engagement ring L2: ίσως ένα δαχτυλίδι αρραβώνων L1: it's an engagement ring L2: είναι ένα δαχτυλίδι αρραβώνων L1: is it an engagement ring L2: είναι δαχτυλίδι αρραβώνων L1: you want an engagement ring L2: θέλετε δαχτυλίδι αρραβώνων L1: i lost my engagement ring L2: έχασα το δαχτυλίδι αρραβώνων μου
ring.NOUN αρένος Short phrases: (spatter, blood), (yup, ring), (hat, ring), (throw, hat) (grace, style), (beast, bullet), (kill, beast), (see, ring), (juan, go), (bull, take), (must, get), (bull, ring)
Words: spatter, yup, astrotur, hat kid, bull
Examples L1: or a fight ring L2: ή μια αρένα L1: i'm through with the ring foreverL2: θα το πετάξω μαζί με την αρένα γιά πάνταL1: you mean he wants him to enter the ring L2: εννοείτε ότι θέλει να τον δει στην αρένα L1: so everything in the ring a trick a lieL2: οπότε όλα αυτά στην αρένα ήταν ένα κόλπο ήταν ψέματαL1: in a ring with a sword and a cape and oleL2: μέσα στην αρένα με σπαθί και με μπέρτα και όλε
mix.VERB μπλέχτηκε/μπλέκω Short phrases: (since, get), (go, get), (sorry, get), (know, get) (professional, life), (personal, professional), (business, pleasure), (get, mix)
Words: since, something, work, professional pleasure, personal, business
Examples L1: work and play don't mix
L2: δεν μπλέκω εργασία και διασκέδαση
L1: he mixed up in something
L2: - μπλέχτηκε με κάτι
L1: é never mix business with anything eése
L2: δεν μπλέκω τη δουλειά με άλλα πράγματα
L1: - she doesn't mix family with friends
L2: - δεν μπλέκει φίλους και οικογένεια
L1: hypocrite you should never mix sex and money
L2: ποτέ δεν πρέπει να μπλέκεις το σεξ με το χρήμα
mix.VERB μπέρδεψα/μπέρδεψε/μπερδέψω/μπερδεύομαι Short phrases: (somebody, else), (think, mix), (get, day), (someone, else) (get, thing), (day, mix), (must, mix)
Words: thing, name, -, somebody someone, must, date, day, get
Examples L1: mixed up my scheduleL2: μπέρδεψα την ατζέντα μουL1: professor you're mixed upL2: καθηγητά τα έχετε λίγο μπερδέψειL1: i mixed up the ordersL2: μπέρδεψα τις παραγγελίεςL1: i mixed up the platesL2: μπέρδεψα τις πινακίδεςL1: - you mixed them upL2: - τα μπέρδεψες
mix.VERB αναμιγνύω/αναμιγνύομαι Short phrases: (start, mix), (air, mix), (thing, weaken), (make, world) (love, make), (like, mix)
Words: paint, start, see, oil culture, dirt, love, air, liquid
Examples L1: desire mixed with dangerL2: η επιθυμία αναμιγνύεται με τον κίνδυνοL1: it's mixing my chocolateL2: αναμιγνύει τη σοκολάτα μουL1: joe go mix him a drinkL2: ο joe πηγαίνει τον αναμιγνύει ένα ποτόL1: violence and porn should not mix L2: η βία και το πορνό δεν πρέπει να αναμιγνύονται L1: you see shakespeare enjoyed mixing oppositesL2: ο σαίξπηρ απολάμβανε να αναμιγνύει αντίθετες έννοιες
gullible.ADJ αφελή/αφελής Short phrases: (plain, stupid), (person, world), (always, gullible), (look, gullible) (think, gullible), (damn, gullible)
Words: plain, always, ?, look damn, breed
Examples L1: a really gullible guy
L2: - είμαι πολύ αφελής
L1: you're very gullible james
L2: είσαι πολύ αφελής τζέιμς
L1: you are so gullible
L2: είσαι πολύ αφελής
L1: fairies are such gullible creatures
L2: οι νεράιδες είναι τόσο αφελή πλάσματα
L1: please i'm not that gullible
L2: δεν είμαι και τόσο αφελής
gullible.ADJ εύπιστη/εύπιστος Short phrases: (could, gullible), (mean, gullible), (care, peter)
Words: believe, could, gullible, like okay, let, fool, know, maybe, mean, desperate
Examples L1: gullible negligent and naiveL2: εύπιστη τσαπατσούλα και αφελήςL1: people are that gullible L2: ο κόσμος είναι τόσο εύπιστος L1: i'm not that gullible L2: - δεν είμαι τόσο εύπιστος L1: - you're a very gullible womanL2: - είσαι μία πολύ εύπιστη γυναίκαL1: i mean i'm surprised you're so gullible L2: εννοώ είμαι έκπληκτη που είσαι τόσο εύπιστος
old.ADJ ετών./ετός/έτου Short phrases: (year, old)
Words: scotch, single, son, girl female, bottle, boy, male, -, year
Examples L1: he's five years old
L2: είναι πέντε ετών
L1: yeboah 14 years old
L2: yeboah 14 ετών
L1: she's 8 years old
L2: eίναι 8 ετών
L1: he's three years old
L2: είναι 3 ετών
L1: news 3 years old
L2: νέα τριών ετών
old.ADJ ηλικιωμένη/ηλικιωμένες/ηλικιωμένο/ηλικιωμένους Words: old, see, person, guy couple, people, man, woman, lady
Examples L1: an old gal thenL2: μια ηλικιωμένη κυρία λοιπόνL1: come on old womanL2: έλα ηλικιωμένη γυναίκαL1: an old man dyingL2: εναν ηλικιωμένο που πεθαίνειL1: from an old womanL2: από μία ηλικιωμένη γυναίκαL1: - it's for old ladiesL2: - είναι για ηλικιωμένες
old.ADJ αρχαίος/αρχαιότερη/αρχαιότερος Words: statue, ruin, saying, legend god, city, one, world, magic, thing, profession, ancient
Examples L1: the oldest equine speciesL2: απ' τα αρχαιότερα είδηL1: - the oldest drugL2: - το αρχαιότεροL1: the old latin traditionL2: η αρχαία παράδοση των λατίνωνL1: he's older than yodaL2: μην εμπιστεύεσαι τον αλεξάντερ είναι αρχαίοςL1: - you're so old L2: εσύ είσαι αρχαίος αττίλιο
old.ADJ παραδοσιακό/παραδοσιακός Short phrases: (go, old), (real, old), (good, old)
Words: family, go, marriage, real fashioned, school, traditional, good, way
Examples L1: my oldfashioned traditional cookbookL2: το παλιομοδίτικο παραδοσιακό μου βιβλίοL1: old money old valuesL2: παραδοσιακές αξίες των πλουσίωνL1: an oldfashioned xmas treeL2: ένα παραδοσιακό χ γεννιάτικο δέντροL1: - good oldfashioned greedL2: - παραδοσιακή απληστίαL1: an oldfashioned prairie drinkoffL2: μία παραδοσιακή λιβαδίσια αναπιοτομέτρηση
old.ADJ ντεμοντέ Short phrases: (call, old), (rather, old), (kind, old), (bit, old) (think, old)
Words: rather, kind, know, bit romantic, fashioned, melody, think
Examples L1: i'm not oldfashioned eitherL2: ούτε εγώ είμαι ντεμοντέL1: oldfashioned ideas about womenL2: ντεμοντέ ιδέες για τις γυναίκεςL1: mr temple you're hopelessly oldfashioned L2: είστε αθεράπευτα ντεμοντέ κε τεμπλ L1: well they'd seem really oldfashioned to youL2: καλά θα σου φαίνονταν πραγματικά ντεμοντέL1: he was just old fashioned that's allL2: ο θείος ήταν ντεμοντέ αυτό είναι όλο
old.ADJ κλασικό/κλασικός/κλασσικό/κλασσικός Short phrases: (good, old), (give, old), (plain, old)
Words: good, give, movie, plain school, trick, classic
Examples L1: old bait and switchL2: με το κλασικό τσιμπάνε και μετά αλλαγήL1: just the oldfashioned wayL2: με τον κλασικό τρόποL1: yup it's good old momL2: ναι είναι η κλασική μαμάκαL1: i like oldfashioned straightahead rock'n'rollL2: εμένα μου αρέσει το κλασικό σκληρό ροκL1: it's an old gag a classicL2: πρόκειται για ένα παλιό κόλπο τις κλασικές στρακαστρούκες
bitch.NOUN μπάσταρδο/μπάσταρδοι/μπάσταρδος/μπάσταρδους Short phrases: (know, son), (nail, son), (care, son), (οf, bitch) (sοns, οf), (bastard, bitch), (lucky, son), (evil, son), (son, bitch)
Words: still, evil, sοns, οf kill, bastard, son
Examples L1: you you sons of bitches
L2: μπάσταρδοι
L1: get thοse sοns οf bitches
L2: πιάστε αυτούς τους μπάσταρδους
L1: son of a bitch went berserk
L2: ο μπάσταρδος αφήνιασε
L1: an arrogant egoinflated son of a bitch
L2: 'ενας αλαζονικός εγωπαθής μπάσταρδος
L1: - somes of bitches eat my ass
L2: - μπάσταρδοι σας έχω χεσμένους
bitch.NOUN σκρόφα/σκρόφες/σκροφίτσα Short phrases: (real, bitch), (ride, kind), (stupid, little), (kind, bitch) (kill, bitch), (lil, bitch)
Words: alive, think, ride, last keep, stupid, never, lie, psycho, lil
Examples L1: who's your daddy bitch L2: ποιός είναι ο μπαμπάκας σου σκρόφα L1: he's uh my bitch L2: είναι η σκρόφα μου L1: - the bitch staysL2: - η σκρόφα θα μείνειL1: you're a fucking bitch L2: είσαι μια γαμημένη σκρόφα L1: - swallow it bitch L2: κατάπιε το σκρόφα
bitch.NOUN μωρή Short phrases: (yo, bitch), (run, hide), (say, bitch), (shut, bitch) (right, bitch), (hey, bitch), (suck, bitch), (come, bitch), (thing, bitch), (bring, bitch)
Words: thing, suck, say, quiet hey, shut
Examples L1: yeah chill out bitch L2: ναι χαλάρωσε μωρή L1: are you crazy bitch L2: είσαι τρελή μωρή σκύλα L1: bitch are you crazyL2: είσαι τρελή μωρήL1: you smell good bitch L2: εσύ μυρίζεις ωραία μωρή L1: i own you bitch L2: σε έσκισα μωρή σκύλα
bitch.NOUN πουτανάκι/πουτάνες/πουτανίτσα Short phrases: (pipe, bitch), (call, bitch), (make, bitch)
Words: hurry, liar, pipe, make well, huh, little, see, someone, like
Examples L1: - i'm your bitch L2: - είμαι το πουτανάκι σου L1: bitches i am pregnantL2: πουτάνες είμαι έγκυοςL1: these bitches spotted meL2: αυτές οι πουτάνες με καταλάβανεL1: little whore fucking bitch L2: πουτανίτσα L1: you fucking little bitch L2: παλιογαμημένο πουτανάκι
bitch.NOUN κερατά Short phrases: (pansy, bitch), (sober, drug), (coward, son), (psychotic, bitch) (handsome, son), (stand, son), (oh, son), (garlic, son), (percy, son), (serial, son), (goddamn, son)
Words: sober, psychotic, motherfucker, goddamn coward
Examples L1: look at that big blind gawky bitch boyL2: κοίτα να δεις τον κερατάL1: i'm not gonna let the son of a bitch rot in jailL2: δεν πρόκειται να αφήσω αυτόν τον κερατά να σαπίσει στη φυλακήL1: hey dick you get that fourpointer you old son of a bitch L2: έι ντικ το πέτυχες εκείνο τον κερατά γερομπάσταρδε L1: find out who really killed that son of a bitch kevin neyers 'cause it sure as hell wasn't meL2: βρες ποιος πραγματικά σκότωσε αυτόν τον κερατά τον κέβιν νάιερς γιατί σίγουρα δεν ήμουν εγώL1: they said he was a hellraiser but my pap was a lazy son of a bitch by the time i knew himL2: λένε ότι ήταν φοβερός κτηνοτρόφος αλλά ο παππούς μου ήταν ένας τεμπέλης του κερατά από τότε που τον θυμάμαι
bitch.NOUN τσουλάκι/τσούλες/τσουλίτσα Short phrases: (listen, little), (eden, julia), (crap, little), (julia, liz) (boring, little), (smart, bitch), (little, bitch)
Words: like, two, eden, boring make, lucky, smart, yeah, one, little
Examples L1: who's donnie brasco now bitch L2: ποιος είναι ο ντόνι μπράσκο τώρα τσουλάκι L1: it's that little bitch salanderL2: είναι η salander η τσουλίτσαL1: those little bitches are poisonousL2: αυτές οι τσουλίτσες είναι φαρμακόγλωσσεςL1: sit in the corner little bitch L2: κάτσε στην γωνία τσουλάκι L1: i had three bitches with meL2: είχα 3 τσούλες μαζί μου
bitch.NOUN βρόμα/βρώμα/βρώμας/βρώμο Short phrases: (hair, bitch), (sound, like), (asse, little), (oh, look) (fuck, bitch), (go, get)
Words: dead, hair, sound, way bad, try, get, asse, away
Examples L1: - come on bitch L2: - έλα βρώμα L1: whatever you want bitch L2: ότι διατάξεις βρώμα L1: couldn't stand that bitch L2: δεν την άντεχα αυτήν την βρώμα L1: come on melt bitch L2: 'ντε ντε λιώσε μωρή βρώμα L1: you happy now bitch L2: ευχαριστήθηκες τώρα βρώμα
bitch.NOUN παλιοκάθαρμας/παλιοκάθαρμο/παλιοκαθίκι/παλιοκερατά Short phrases: (shatters, son), (fuckin, little), (little, fucking), (dead, son) (sick, son), (come, son), (back, son), (answer, son), (remember, son), (old, son), (crazy, son), (son, bitch)
Words: sam, larry, son
Examples L1: pencilneck son of a bitch L2: παλιοκάθαρμα L1: fatassed son of a bitch L2: το παλιοκάθαρμα L1: fury you son of a bitch L2: φιούρι παλιοκάθαρμα L1: max you son of a bitch L2: mαξ παλιοκάθαρμα L1: lacey you son of a bitch L2: λάσευ παλιοκάθαρμα
bitch.NOUN παλιοσκύλα/παλιοσκύλο Short phrases: (someone, else), (look, fuck), (hide, crazy), (corporate, bitch) (stick, little), (get, ugly), (back, wherever), (goddamn, little), (insolent, bitch), (believe, bitch), (ow, bitch), (fucking, bitch)
Words: else, corporate, rag, insolent fucking
Examples L1: - stay down bitch L2: - μείνε εκεί παλιοσκύλα L1: fucking bitch have you gone madL2: παλιοσκύλα έχεις τρελαθεί εντελώςL1: i'm not a ♪ bitch get outta here ♪L2: - δεν είμαι - παλιοσκύλα φύγε απ'εδώL1: i'm the bitch who's gonna tell everyone what you didL2: είμαι η παλιοσκύλα που θα πει σ' όλο τον κόσμο τι έχεις κάνειL1: what sort of overblown contract has that dreadful bitch landed nowL2: τι σόι υπέρογκο συμβόλαιο πέτυχε αυτή η παλιοσκύλα τώρα
bitch.NOUN κάργια/καργιόλα/καργιόλη/καργιόλος Short phrases: (come, coattail), (mugger, kill), (get, one), (mate, son) (cadaverous, son), (drag, little), (call, bitch), (name, bitch), (pop, bitch), (hide, something)
Words: us, sorry, name, pop ruin, hide
Examples L1: bitch is even hornierL2: η καργιόλα είναι ακόμα πιο γκαυλιάραL1: where were we bitch L2: που είμασταν καργιόλα ; L1: the bitch bit meL2: η κάργια με δάγκωσεL1: then kill the bitch L2: τότε να την σκοτώσεις την κάργια L1: my sister's a bitch L2: - ότι η αδελφή μου είναι καργιόλα
bitch.NOUN παλιομαλάκας Short phrases: (go, pay), (goddammit, son), (call, shower), (shower, stall) (swear, son), (russian, son), (go, plan), (plan, grow), (song, son), (two, son), (vet, son), (get, house), (hair, son), (aah, son), (jerry, stupid), (get, son), (stupid, son)
Words: jerry, son
Examples L1: sergeant you stupid bitch L2: παλιομαλάκα L1: you smiling now little bitch L2: - γελάς τώρα παλιομαλάκα L1: blitzer you smug son of a bitch L2: ο εφευρέτης του καρμπόν πέθανε στα 88 μπλίτσερ παλιομαλάκα δεν είναι είδηση αυτό L1: that son of a bitch brought a grenade back with himL2: ο παλιομαλάκας έφερε πίσω ολόκληρη χειροβομβίδαL1: youhadtheballs to let emma die andnowyoufeelbad for that son of a bitch youpieceof shitL2: είχεςτακότσιανααφήσεις την έμμα να πεθάνει καιτώρααισθάνεσαιάσχημα για αυτό το κάθαρμα παλιομαλάκα
bitch.NOUN κωλόπαιδο/κωλόπαιδος Short phrases: (yo, little), (talk, police), (taste, medicine), (let, taste) (tak, son), (take, long), (long, tell), (feisty, son), (cut, shit), (switzerland, son), (exactly, little), (vernon, bitch), (baby, son), (bully, son)
Words: alonzo, vernon, right, !
Examples L1: that's what i thought bitch L2: αυτό πίστευα κωλόπαιδο L1: shut up bitch and give me some sugarL2: σκάσε κωλόπαιδο κι ανέβασέ μου το ζάχαροL1: son of a bitch never takes a full loadL2: το κωλόπαιδο ποτέ έχει κάνει ολόκληρη παραγγελίαL1: and you keep that bitch sedated until daddy pays upL2: και θα το κρατήσετε το κωλόπαιδο ναρκωμένο μέχρι ο μπαμπάκας του να πληρώσειL1: or is you such a bitchass punk you worried about where my money come fromL2: ή είσαι τόσο κωλόπαιδο που ανησυχείς από πού έρχονται τα λεφτά μου
bitch.NOUN κουφάλα/κουφάλες Short phrases: (shut, bag), (mean, lucky), (neck, little), (sorry, fuck) (try, kill), (guess, bitch), (frank, know), (say, like), (oh, stupid), (bitch, little), (take, bitch)
Words: neck, mmm, take
Examples L1: whispering two pair bitch L2: δυο ζευγάρια κουφάλα L1: smile for the camera bitches L2: βγάλτε έξω τις καμερές σας χαμογελάστε στην κάμερα κουφάλες L1: - put it on bitch L2: πράγματι - φόρεσέ το μωρή κουφάλα L1: oh yeah heyo what's up bitches L2: τι λέει ρε κουφάλες L1: are you bitches ready for round threeL2: έτοιμοι για τον 3ο γύρο ρε κουφάλες
bitch.NOUN παλιόπουστα/παλιοπούστη/παλιοπουτάνα Short phrases: (crazy, fuck), (play, son), (-no, baby), (get, cuss) (go, son), (last, thing), (get, last), (horror, son), (suckin, brain), (go, suckin), (horny, bitch), (whore, son), (run, son), (punk, bitch)
Words: horny, crazy, old, back punk, tramp
Examples L1: - you son of a bitch groansL2: παλιοπούστηL1: you messing around with my bitch mamaoL2: ενοχλείς τη γκόμενά μου παλιοπούστηL1: oh son of a bitch damn itL2: παλιοπουτάναL1: goodbye you punkass bitch i'm leaving this townL2: αντίο παλιοπουτάναL1: come on bring it you son of a bitch L2: δώστα όλα ρε παλιοπούστη
bitch.NOUN παλιοτόμαρο/παλιοτόμαρος Short phrases: (change, thing), (like, change), (en, garde), (could, read) (fink, ungrateful), (take, son), (new, york), (shoot, son), (chain, son), (johner, son), (jack, son)
Words: en, garde, read, son
Examples L1: jack you son of a bitch L2: παλιοτόμαρο L1: shawn you son of a bitch L2: σον παλιοτόμαρο L1: freeze you son of a bitch L2: aκίνητος ρε παλιοτόμαρο L1: you son of a bitch you're deadL2: παλιοτόμαρο είσαι νεκρόςL1: - you son of a bitch - layneL2: ρε παλιοτόμαρο
bitch.NOUN παλιοκαργιόλη/παλιοκαριόλη Short phrases: (landlord, bastard), (ought, kill), (many, spare), (tell, many) (suck, son), (god, son), (game, son), (bob, son), (comb, son), (threaten, son), (clean, son), (mistress, son), (chickenshit, son), (try, stop), (well, try)
Words: landlord, ought, well, try
Examples L1: son of a bitch motherfuckerL2: παλιοκαριόλη μαλάκαL1: son of a bitch racistL2: παλιοκαριόλη ρατσιστήL1: you dirty son of a bitch you bastardL2: παλιοκαριόλη μπάσταρδεL1: you are a miserable son of a bitch raylanL2: είσαι ένας παλιοκαργιόλης ρέυλανL1: doesn't matter what the sick son of a bitch is doingL2: δεν έχει σημασία ποια αρρώστια αμολά αυτός ο παλιοκαργιόλης
roof.NOUN σκεπή Short phrases: (garage, roof), (put, new), (fix, roof)
Words: good, run, repair, tv garage, put, new, call, shingle, house, fix
Examples L1: so how's the roof
L2: πώς είναι η σκεπή
L1: mr curry the roof
L2: τη σκεπή
L1: plastering landscaping painting a roof
L2: - σοβατίσματα βαψίματα σκεπή
L1: - the roof is guarded
L2: - η σκεπή φρουρείται
L1: it's got a good roof
L2: εχει καλή σκεπή
roof.NOUN στέγη/στεγη/στέγη./στέγες Short phrases: (keep, roof), (beneath, roof), (sleep, roof), (one, roof) (live, roof)
Words: food, home, beneath, sleep live, head
Examples L1: it has no roof L2: δεν έχει στέγη L1: they're on the roof L2: είναι στη στέγη L1: i'll fix the roof L2: θα φτιάξω τη στέγη L1: no roof no moneyL2: ούτε στέγη ούτε λεφτάL1: the roof is leakingL2: η στέγη του σπιτιού μας στάζει
roof.NOUN ταράτσα/ταράτσα./ταράτσες Short phrases: (get, roof), (push, roof), (come, roof), (let, go) (night, roof), (throw, roof), (take, roof), (guy, roof), (go, roof), (head, roof)
Words: parking, minute, check, garden building, guy, top
Examples L1: i forgot your roof L2: δική σου η ταράτσα L1: - the roof whereL2: - στην ταράτσαL1: she's on the roof L2: είναι στην ταράτσα L1: that's the roof of theL2: αυτή είναι η ταράτσα τουL1: get to the roof goL2: πήγαινε στην ταράτσα
roof.NOUN οροφή Short phrases: (ejectable, roof), (vent, roof), (raise, roof)
Words: land, rack, ejectable, go high, raise, vent, everything, look, open, car
Examples L1: and a glass roof L2: μία γυάλινη οροφή L1: use the porch roof L2: ανέβα από την οροφή της βεράντας L1: it's on the roof L2: είναι στην οροφή L1: clean the roofs mikeL2: καθάρισε την οροφή μάικL1: the roof's coming inL2: η οροφή υποχωρεί
roof.NOUN ταβάνι Short phrases: (seem, scratch), (sort, time), (x, obile), (go, goddamn) (goddamn, roof), (sale, jump), (argentinean, fall), (hole, roof), (hit, roof), (go, go)
Words: keep, hole, sort, x goddamn, yep, collapse, hit
Examples L1: - thought you'd hit the roof L2: - πίστευα πως θα έφτανες μέχρι το ταβάνι L1: my blood pressure's going through the goddamn roof L2: η πίεση μου θα φτάσει μέχρι το ταβάνι L1: my father's psa numbers came back and they're through the roof L2: οι τιμές psa των εξετάσεων του πατέρα μου χτύπησαν ταβάνι L1: but a little storm like this through the roof should be fineL2: αλλά για μια τόσο μικρή καταιγίδα ακόμα και με το ταβάνι μια χαρά θα είστεL1: my stress levels are through the roof i'm having an anxiety attackL2: τα επίπεδα άγχους μου έχουν χτυπήσει ταβάνι θα πάθω κρίση πανικού
roof.NOUN ύψη Short phrases: (alcohol, roof), (output, go), (rate, roof), (mortality, rate) (company, go), (sale, roof), (coffee, sale), (number, go), (self, roof), (stock, go), (poll, number), (number, roof), (next, year), (triglyceride, roof), (level, must), (must, roof)
Words: alcohol, rate
Examples L1: mrsa wbc count would be through the roof L2: τα λευκά αιμοσφαίρια θα ήταν στα ύψη L1: his temperature's through the roof there's mucus pouring out of himL2: η θερμοκρασία του είναι στα ύψη έχει βλέννεςL1: - i hope so ticket sales haven't exactly been through the roof L2: οι πωλήσεις των εισιτηρίων δεν έφτασαν στα ύψη L1: we invade it shuts production in afghanistan gas prices go through the roof L2: εμείς εισβάλουμε σταματάει η παραγωγή στο αφγανιστάν και οι τιμές της βενζίνης εκτοξεύονται στα ύψη L1: i'll bring the police they'll discover the body on camera and our ratings will go right through the fucking roof L2: θα φωνάξω την αστυνομία θα ανακαλύψουν το πτώμα και η φήμη μας θα εκτοξευθεί στα ύψη
jelly.NOUN ζελέ Short phrases: (hope, mind), (plane, two), (two, parachute), (actually, get) (like, jelly), (get, jelly)
Words: hope, apple, crust, plane make, like, get
Examples L1: my wife likes fruit jellies
L2: στη γυναίκα μου αρέσει το ζελέ φρούτων
L1: peanut butter and jelly ok
L2: φυστικοβούτυρο και ζελέ εντάξει
L1: just try the cinnamon jelly
L2: απλά δοκίμασε αυτό με το ζελέ κανέλας
L1: peanut butter and jelly ?
L2: φυστικοβούτυρο και ζελέ
L1: is that peanut butter and jelly
L2: αυτό είναι φυστικοβούτυρο και ζελέ
jelly.NOUN μαρμελάδα Short phrases: (butter, jelly), (peanut, butter), (well, jelly)
Words: butter, peanut, well, throw mmm, right, go, sandwich, thing, jelly
Examples L1: peanut butter and jelly L2: μαρμελάδα L1: peanut butter jelly and bananaL2: φυστικοβούτυρο μαρμελάδα και μπανάναL1: it's peanut butter and jelly L2: είναι φυστικοβούτυρο και μαρμελάδα L1: i only have peanut butter and jelly L2: ΄εχω μόνο φυστικοβούτυρο και μαρμελάδα L1: are you looking to buy some jelly L2: θέλετε μαρμελάδα
tangible.ADJ χειροπιαστό/χειροπιαστός Short phrases: (something, tangible), (like, tangible), (want, something), (without, something) (totally, tangible)
Words: something, progress, without, lead want, talk, like, make, totally
Examples L1: am i being tangible
L2: είναι αρκετά χειροπιαστό αυτό
L1: in my field we follow tangible leads
L2: στον τομέα μου ακολουθούμε χειροπιαστές ενδείξεις
L1: but at other times it's about something much less tangible
L2: αλλά άλλες στιγμές πρόκειται για κάτι λιγότερο χειροπιαστό
L1: listen we don't have any tangible leads and confidence is low
L2: ακούστε δεν έχουμε κανένα χειροπιαστό στοιχείο και το ηθικό είναι χαμηλό
L1: something tangible happens and he just so happens to be there
L2: κάτι χειροπιαστό συμβαίνει και συμβαίνει εκεί
tangible.ADJ απτό/απτός Short phrases: (something, material), (need, something), (offer, tangible)
Words: think, representation, link, material offer, connection, need, evidence, tangible
Examples L1: mulder look at the tangible evidenceL2: - ίσως έλα μώλντερ κοίτα τις απτές αποδείξειςL1: i can't think of anything more tangible L2: δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι πιο απτό L1: no i have something more tangible in mindL2: - όχι έχω κάτι πιο απτό στο μυαλόL1: meaning it turns the intangible into something tangible L2: η εννοια είναι ότι γυρίζει το άυλο σε κάτι απτό L1: our thoughts our visions our fantasies have a tangible physical realityL2: οι σκέψεις μας τα οράματά μας οι φαντασιώσεις μας έχουν μια απτή φυσική πραγματικότητα
effect.NOUN παρενέργεια/παρενέργειες Short phrases: (may, include), (common, side), (one, side), (side, effect)
Words: one, common, may, include side
Examples L1: they have side effects
L2: έχουν παρενέργειες
L1: almost no side effects
L2: σχεδόν χωρίς παρενέργειες
L1: any negative side effects
L2: καθόλου αρνητικές παρενέργειες
L1: and the side effects
L2: και οι παρενέργειες
L1: side effects include paralysis
L2: οι παρενέργειες περιλαμβάνουν παράλυση
effect.NOUN αποτελέσμαα/αποτελέσματας/αποτελέσματο Short phrases: (counteract, effect), (desire, effect), (feel, effect), (ripple, effect) (see, effect)
Words: produce, good, even, desire ripple, counteract, feel, radiation, see
Examples L1: and the effects are not suddenL2: και τα αποτελέσματα δεν είναι ξαφνικάL1: you have to reverse the effects fastL2: πρέπει να αντιστρέψεις τα αποτελέσματα γρήγοραL1: we don't know the human related effects L2: δεν ξέρουμε τα αποτελέσματα που θα έχει στον άνθρωπο L1: then describe the effect of the treatmentL2: τότε πείτε τι αποτελέσματα θα έχει η θεραπείαL1: it's right the effects are the bestL2: σοβαρά νομίζω ότι τα αποτελέσματα είναι απίστευτα
effect.NOUN επίδρασή/επίδραση/επιδράσει Short phrases: (gravitational, effect), (powerful, effect), (positive, effect), (seem, effect) (know, effect), (profound, effect)
Words: idea, study, kind, last powerful, upon, positive, woman, people, profound
Examples L1: what kinda adverse effects L2: τι είδους ανεπιθύμητες επιδράσεις L1: it had no effect L2: δεν είχε καμιά επίδραση L1: her effect on me isL2: η επίδραση της πάνω μου είναιL1: the effects are completely superficialL2: οι επιδράσεις είναι εντελώς επιφανειακέςL1: effect of leaving the fatherL2: η επίδραση της εγκατάλειψης του πατέρα
effect.NOUN εφέ Short phrases: (visual, effect), (sound, effect), (special, effect)
Words: add, use, make, visual sound, special
Examples L1: he does special effects L2: κάνει ειδικά εφέ L1: i lied for effect L2: ψέματα για εφέ L1: it's hollywood special effects L2: έχει και χολιγουντιανά ειδικά εφέ L1: big budget special effects L2: με εκπληκτικά πανάκριβα ειδικά εφέ L1: note the 3d effect L2: προσέξτε το τρισδιάστατο εφέ
effect.NOUN φαινόμενο Short phrases: (cascade, effect), (placebo, effect), (doppler, effect), (runaway, greenhouse) (butterfly, effect), (greenhouse, effect)
Words: doppler, cascade, -, cause placebo, runaway, call, butterfly, greenhouse
Examples L1: it's the ripple effect L2: αυτό είναι το λεγόμενο φαινόμενο κυματισμού L1: remember the butterfly effect L2: θυμηθείτε το φαινόμενο της πεταλούδας L1: it's the barbra streisand effect L2: είναι το φαινόμενο μπάρμπαρα στρέιζαντ L1: you want the ripple effect L2: θες το φαινόμενο της πεταλούδας L1: it's like a domino effect L2: είναι σαν το φαινόμενο του ντόμινο
effect.NOUN αντικείμενος/αντίκτυπο Short phrases: (heat, big), (stupid, effect), (get, stupid), (incredibly, effect) (cautious, feel), (least, us), (take, personal), (concerned, effect), (personal, effect)
Words: produce, concerned, would, personal
Examples L1: good effect on targetL2: καλός αντίκτυπος στον στόχοL1: can i see his personal effects L2: μπορώ να δω τα προσωπικά του αντικείμενα L1: it's not have the effect i intendedL2: σημαίνει πως δεν έχει τον αντίκτυπο που σκόπευαL1: says he picked up his personal effects L2: λέει ότι πήρε τα προσωπικά του αντικείμενα L1: all they did was give me his effects L2: μου έδωσαν μόνο τα προσωπικά του αντικείμενα
rivalry.NOUN αντιπαλότητα Short phrases: (sible, rivalry), (little, sibling), (heat, rivalry), (go, back)
Words: sible, prosser, guess, one us, long, heat, always, old, rivalry
Examples L1: just a little professional rivalry
L2: απλά λίγη επαγγελματική αντιπαλότητα
L1: the rivalry drove me to seek
L2: η αντιπαλότητα με οδήγησε στην αναζήτηση
L1: this rivalry is between you and me
L2: αυτή η αντιπαλότητα είναι ανάμεσα σε 'σένα και σε 'μένα
L1: am i detecting a little sibling rivalry here
L2: αντιλαμβάνομαι μια αντιπαλότητα των τέκνων εδώ
L1: there was no record of a coworker rivalry
L2: δεν υπήρξε αναφορά για συναδελφική αντιπαλότητα
rivalry.NOUN ανταγωνισμό Short phrases: (pick, rivalry), (science, operation), (michel, rivalry), (case, sible) (thing, brother), (sibling, rivalry)
Words: petty, science, michel, case keep, really, sibling
Examples L1: sounds like sibling rivalry to meL2: μου ακούγεται σαν αδερφικός ανταγωνισμόςL1: it's a rivalry the new rivalryL2: είναι ανταγωνισμός ο νέος ανταγωνισμόςL1: so we've got some sister rivalry going on hereL2: οπότε έχουμε κάποιο αδερφικό ανταγωνισμόL1: louis i know you and harvey have a rivalry L2: λούης ξέρω ότι εσύ κι ο χάρβεϊ έχετε ανταγωνισμό μεταξύ σας L1: culebras have a long standing rivalry with the los halconesL2: - έχουν ανταγωνισμό με τους λος χαλκόνες
storm.NOUN καταιγίδα/καταιγιδα/καταιγίδα./καταιγίδες Short phrases: (think, storm), (like, storm), (lightning, storm), (solar, storm) (electrical, storm), (go, storm)
Words: cloud, brew, day, solar night, like, lightning, big, come
Examples L1: it was the storm
L2: ήταν η καταιγίδα
L1: it's from the storm
L2: είναι από την καταιγίδα
L1: storm or no storm
L2: με καταιγίδα ή χωρίς
L1: this storm's getting worse
L2: αυτή η καταιγίδα χειροτερεύει
L1: lower the storm doors
L2: - χαμηλώστε τις πόρτες καταιγίδας
storm.NOUN θύελλα/θύελλες Short phrases: (right, storm), (fire, storm), (get, bad), (dust, storm)
Words: rage, sir, warn, face fire, kill, dust, surge
Examples L1: the storm is overL2: η θύελλα τελείωσεL1: you've unleashed a storm L2: εσπειρες θύελλα L1: it's only a storm L2: μια θύελλα είναι L1: it caused a shit storm L2: - προκάλεσε θύελλα L1: i'll ride out the storm L2: θα βγώ έξω από την θύελλα
storm.NOUN στορμ Short phrases: (needle, storm), (work, storm), (lester, lester), (lester, storm) (sorry, storm), (kill, storm), (derrick, storm)
Words: work, warning, find, thing lester, fall, derrick, think, cyclop, get, sorry, three
Examples L1: my name is storm L2: ονομάζομαι στορμ L1: storm some cover pleaseL2: στορμ λίγη κάλυψη παρακαλώL1: you're a dead man storm L2: είσαι νεκρός στορμ L1: - i love you storm L2: - σ'αγαπάω στορμ L1: storm we got trouble out hereL2: στορμ έχουμε φασαρίες εδώ έξω
donor.NOUN οργάνων/οργάνος Short phrases: (liver, donor), (want, organ), (organ, donor)
Words: sign, liver, organization, people card, organ
Examples L1: sarah was a registered donor
L2: η σάρα ήταν δότρια οργάνων
L1: she was an organ donor
L2: ήταν δωρητής οργάνων
L1: his wife signed an organ donor card
L2: η γυναίκα του υπέγραψε κάρτα δωρητή οργάνων
L1: good luck in finding a compatible organ donor nice
L2: καλή τύχη στην εύρεση δωρητή οργάνων καλό
L1: oh grey um is your patient an organ donor
L2: γκρέι ο ασθενής σου είναι δωρητής οργάνων
donor.NOUN χορηγός/χορηγού Short phrases: (big, donor), (major, donor), (one, donor), (large, donor) (wealthy, donor)
Words: big, major, donor, one large, go, financial, wealthy
Examples L1: this is hamilton's donor listL2: η λίστα με τους χορηγούς του χάμιλτονL1: kill the other four donors L2: σκότωσε τους άλλους τέσσερις χορηγούς L1: there seems to be only one donor L2: - φαίνεται να υπάρχει μόνο ένας χορηγός L1: richard is one of our biggest donors L2: από τους μεγαλύτερους χορηγούς μας L1: opening night fundraising meetandgreet with our donors L2: πρεμιέρα συνάντηση με τους χρηματοδότες χαιρετισμό των χορηγών
turn.VERB απέρριψα/απέρριψαν/απέρριψες/απέρριπτε Short phrases: (business, loan), (already, turn), (hear, turn), (know, turn)
Words: request, grant, opportunity, two flat, chance, case, proposal, away, offer, job
Examples L1: you turned them down
L2: - τους απέρριψες - ναι
L1: i turned 'em down
L2: τους απέρριψα
L1: they turned him down
L2: τον απέρριψαν όλοι
L1: i've turned down offers
L2: απέρριψα προσφορές
L1: i turned down matthew crawley
L2: - απέρριψα τον μάθιου κρόλι
turn.VERB απορρίψει/απορρίπτει/απορρίπτω Short phrases: (enough, turn), (three, time), (mean, turn), (never, turn)
Words: good, nose, offer, people free, mean, lot, never
Examples L1: you're turning that downL2: και το απορρίπτειςL1: lucas turns me downL2: ο λούκας με απορρίπτειL1: they've turned you downL2: σε απορρίπτουνL1: they turned you downL2: αφου σε έχουν ηδη απορρίψειL1: i turn from nothingL2: - δεν απορρίπτω τίποτα
turn.VERB δυνάμωσέ/δυνάμωσε/δυναμώσω Short phrases: (hey, turn), (let, turn)
Words: -, louder, radio, let music, oh, heat, sound, volume, hey
Examples L1: turn it up handsomeL2: - δυνάμωσε το κούκλεL1: - turn it upL2: δυνάμωσέ τοL1: turn up the juiceL2: δυνάμωσέ τοL1: ok turn it upL2: - δυνάμωσέ τοL1: carl turn it upL2: καρλ δυνάμωσέ το
turn.VERB άνοιξα/άνοιξέ/ανοιξε Short phrases: (see, call), (come, office), (well, turn), (tv, sam)
Words: phone, yeah, gps, george camera, radio, tv
Examples L1: turn that back onL2: λεά άνοιξέ τοL1: just turn it onL2: απλώς άνοιξέ τηνL1: no turn it onL2: μισό λεπτό όχι άνοιξέ τηνL1: - turn it onL2: άνοιξέ τηνL1: okay turn it onL2: εντάξει άνοιξέ το
turn.VERB χαμήλωσέ/χαμηλώσει/χαμηλώσω/χαμηλώστε Short phrases: (little, bit), (please, turn), (mind, turn), (could, turn) (can, turn)
Words: tell, radio, ask, please mind, volume, could, music
Examples L1: turn it down deeL2: χαμήλωσέ τοL1: turn the music downL2: χαμηλώστε τη μουσικήL1: turn it down okayL2: χαμήλωσέ το εντάξειL1: turn it down ozzyL2: χαμήλωσέ το όζζυL1: turn it down pleaseL2: χαμήλωσέ το σε παρακαλώ
turn.VERB άναβε/ανάβει Short phrases: (still, turn), (would, turn), (know, turn), (kind, turn) (really, turn)
Words: even, know, yeah, kind really, light
Examples L1: it turns them onL2: τ' ανάβειL1: whatever turns you onL2: οτιδήποτε σε ανάβειL1: don't turn those onL2: μη τ' ανάβειςL1: it turns you onL2: - η τσαντίλα σ' ανάβειL1: turn on the lightL2: δεν ανάβεις το φώς
turn.VERB στρίβει/στρίβω Words: west, north, street, south keep, around, corner, wheel, left, onto, right, leave
Examples L1: you turn that knobL2: - στρίβεις το πόμολοL1: you turn and slideL2: στρίβεις και γλιστράςL1: he's turning here it isL2: στρίβειL1: now he turns the cornerL2: τώρα στρίβει στη γωνίαL1: want to see me turn L2: θέλεις να με δεις να στρίβω
turn.VERB κατέδωσε/κατέληγε/κατέληξαν Short phrases: (find, turn), (father, one), (someone, turn), (sorry, turn) (think, would), (would, turn)
Words: contact, sorry, always, dead like, would, one
Examples L1: you turned her inL2: την κατέδωσεςL1: these turned out beautifullyL2: τελικά όλα κατέληξαν ωραίαL1: he turned me inL2: αυτός με κατέδωσεL1: all three turned up deadL2: και οι τρεις κατέληξαν νεκροίL1: all has turned to vain ambitionL2: ΄oλα κατέληξαν σε κενη φιλοδοξία
turn.VERB αποδειχτώ Short phrases: (someone, know), (like, turn), (look, turn), (tell, turn) (probably, turn), (good, thing), (even, turn), (al, sink), (may, turn)
Words: make, like, case, probably could, even, may
Examples L1: i'd rather it turned out not to be trueL2: θα προτιμούσα να αποδειχτεί ότι δεν είναι αλήθειαL1: and if he doesn't turn out to be credible thenL2: - κι αν δεν αποδειχτεί αξιόπιστοςL1: i'd be surprised if these accusations turn out to be trueL2: θα έμενα έκπληκτος αν οι κατηγορίες αποδειχτούν αληθινέςL1: if it turns out that joff soika was murdered i just didL2: αν αποδειχτεί ότι ο τζοφ σόικα δολοφονήθηκε τότε μόλις το έκαναL1: you know i have to admit i hope it turns out whitby is innocentL2: ξέρεις οφείλω να ομολογήσω ότι ελπίζω να αποδειχτεί πως ο γουίτμπυ είναι αθώος
turn.VERB σβήνει/σβήσ/σβήστε Short phrases: (damn, light), (motor, please), (light, please)
Words: flashlight, machine, damn, madam vehicle, goddamn, motor, em, engine, light
Examples L1: turn off the carL2: σβήστε τη μηχανήL1: turn off the lightL2: - σβήστε τα φώταL1: turn off your lightsL2: σβήστε τους φακούς σαςL1: turn off your flashlightsL2: σβήστε τους φακούςL1: turn off your enginesL2: σβήστε τις μηχανές σας
turn.VERB εξελίχθηκαν/εξελίχθηκε Short phrases: (everything, turn), (way, plan), (life, turn), (thing, turn)
Words: huh, everything, okay, life pretty, well, thing, fine, way
Examples L1: she turn out okayL2: εξελίχθηκε καλά όμωςL1: it all turned out all rightL2: όλα εξελίχθηκαν μια χαράL1: but look how well things have turned L2: - μα κόιτα πόσο καλά εξελίχθηκαν τα πράγματα L1: probably turned into some potluck postermaking singalongL2: πιθανώς εξελίχθηκε σε φαγοπότι κατασκευή πανό και ομαδικό τραγούδιL1: come on your life turned out greatL2: έλα τώρα η ζωή σου εξελίχθηκε υπέροχα
turn.VERB καταδώσει/καταδώσω Short phrases: (duty, turn), (want, turn), (threaten, turn), (go, turn)
Words: duty, help, forstman, get go, want, threaten, us
Examples L1: let's turn them inL2: - ας τους καταδώσουμεL1: don't turn me inL2: μη με καταδώσειςL1: - i'm turning you inL2: - θα σε καταδώσωL1: i can't turn ethan inL2: - δεν μπορώ να τον καταδώσωL1: i won't turn you inL2: δε θα σε καταδώσω
turn.VERB παρέδωσα/παρέδωσαν/παρέδωσες Short phrases: (already, turn), (last, night)
Words: already, find, last, book paperwork, report, weapon, tape, badge, paper
Examples L1: based on me turning over lukeL2: βάσει του ότι σου παρέδωσα τον λουκL1: turned in my badge this morningL2: παρέδωσα το σήμα μου σήμερα το πρωίL1: nothing of that description's been turned inL2: δεν παρέδωσαν κάτι σχετικόL1: why did you turn in your badgeL2: γιατί παρέδωσες το σήμα σουL1: i turned everything over to the detectiveL2: τα παρέδωσα όλα στο ντετέκτιβ
turn.VERB άλλαξα/άλλαζε/αλλάζει Short phrases: (battering, ram), (flashlight, battering), (furniture, turn), (watch, turn) (life, around)
Words: furniture, rearrange, would, upside watch, tide, life, around
Examples L1: i turned that mother outL2: τους άλλαξα τα φώταL1: i got turned around somehowL2: κάποια στιγμή άλλαξα κατεύθυνσηL1: have many have you turned L2: πόσους άλλαξες L1: but everything i've done since turning L2: αλλά όσα έκανα από τότε που άλλαξα L1: would you rather he turned youL2: θα προτιμούσες να σε άλλαζε
turn.VERB κλείσ'το/κλείστος Short phrases: (hey, turn), (well, turn), (seriously, turn), (okay, turn) (come, turn)
Words: seriously, fucking, okay, - come, shit, please, thing
Examples L1: turn it off weinbauerL2: κλείσ'το γουάινεπάουερL1: fucking turn it offL2: κλείστο επιτέλουςL1: - turn it offL2: - κλείστοL1: turn it off manL2: κλείσ'το L1: no turn it offL2: κλείσ'το
turn.VERB ενεργοποίησε/ενεργοποιήστε Short phrases: (carlene, turn), (gravity, generator), (generator, back)
Words: hose, carlene, neuro, alarm tv, power, machine, gravity, generator, fuckin
Examples L1: turn on your beaconL2: ενεργοποίησε τους ανιχνευτές σουL1: turn on the gunsL2: ενεργοποίησε τα όπλαL1: turn on the suctionL2: ενεργοποιήστε την αναρρόφησηL1: rev turn on the active sensorsL2: ρεβ ενεργοποίησε τους ενεργούς αισθητήρεςL1: how long since fargo turned on the generatorL2: πόσο έχει περάσει απ' τη στιγμή που ο φάργκο ενεργοποίησε τη συσκευή
turn.VERB απενεργοποίησε/απενεργοποιήστε Short phrases: (electronic, device), (borat, turn), (traction, control), (cell, phone) (please, turn)
Words: sir, please, electronic, camera traction, borat, cell, alarm
Examples L1: turn off sensitive electric equipmentL2: έλεγξε το διακόπτη απενεργοποιήστε ευαίσθητες ηλεκτρικές συσκευέςL1: turn off the cruise controlL2: απενεργοποίησε το σταθερόL1: did the chief turn it offL2: γιατί μήπως ο κ δντής τον απενεργοποίησεL1: she just turned her cell phone offL2: μόλις απενεργοποίησε το κινητό τηςL1: please turn off all portable electronic devicesL2: παρακαλώ απενεργοποιήστε όλες της φορητές ηλεκτρονικές συσκευές
turn.VERB turned/turning Short phrases: (moment, turn), (route, 9), (neck, turn), (see, neck)
Words: moment, 9, route, away red, around, neck, white, %, back, #
Examples L1: so handsome you turned outL2: τόσο όμορφος you turned outL1: everything's black no turning back noL2: * everything's black no turning back no *L1: unless they turned on us firstL2: unless they turned on us firstL1: i'm done the mule's turned to glueL2: the mule's turned to glueL1: i'm turning in my running shoes to youL2: i'm turning in my running shoes to you
relative.ADJ σχετικό/σχετικός Short phrases: (time, relative), (truth, relative), (safe, relative)
Words: term, truth, time, well space, thing, safety, peace, humidity, bear
Examples L1: yes humanity is relative
L2: ναι η ανθρωπιά είναι σχετική
L1: but small it's relative
L2: αλλά το μικρό είναι σχετικό
L1: the truth is relative
L2: η αλήθεια είναι σχετική
L1: short long are relative
L2: μακροπρόθεσμη βραχυπρόθεσμη είναι σχετικές έννοιες
L1: what's the relative velocity
L2: ποια είναι η σχετική ταχύτητα
relative.ADJ συγγενή/συγγενής Short phrases: (dead, relative), (friend, relative), (blood, relative), (living, relative)
Words: live, last, close, distant maybe, friend, blood, living
Examples L1: do you know which relative L2: - ξέρεις ποιος συγγενής L1: a girlfriend relative who knowsL2: μια φιλενάδα συγγενής ποιος ξέρειL1: are you her only relative L2: είστε η μόνη συγγενής της L1: where does your relative liveL2: που ζει ο συγγενήςL1: - are you his relative L2: - είστε συγγενής του
campaign.NOUN εκστρατεία Short phrases: (support, campaign)
Words: long, every, would, strategy sabotage, support, help, us, terror, last, get
Examples L1: she runs the campaign
L2: εκείνη διευθύνει την προεκλογική εκστρατεία
L1: during the campaign before
L2: - κατά την εκστρατεία
L1: he masterminded military campaigns
L2: εμπνεύστηκε στρατιωτικές εκστρατείες "
L1: the campaign the election
L2: η προεκλογική εκστρατεία οι εκλογές
L1: everyone's in campaign mode
L2: όλοι μετέχουν σε εκστρατεία
campaign.NOUN καμπάνια Short phrases: (marketing, campaign), (advertising, campaign), (run, campaign), (new, campaign) (ad, campaign)
Words: car, go, mr., marketing advertising, work, new, ad
Examples L1: i spearheaded that campaign L2: ηγήθηκα της καμπάνιας L1: we're running a campaign L2: έχουμε μια καμπάνια L1: this campaign is doaL2: αυτή η καμπάνια είναι νεκρή ήδηL1: my campaign committee yeahL2: της καμπάνιας μου ναιL1: it's a good campaign L2: - είναι καλή καμπάνια
campaign.NOUN προεκλογικός Short phrases: (together, campaign), (get, campaign), (election, campaign), (good, campaign)
Words: election, contribution, amy, speech good, promise, manager, trail
Examples L1: i keep my campaign promisesL2: κρατάω τις προεκλογικές μου υποσχέσειςL1: i found the governor's campaign materialsL2: βρήκα υλικό της προεκλογικής εκστρατείας του κυβερνήτηL1: these campaign buttons are all partisanL2: είναι προεκλογικές κονκάρδες από κόμματαL1: she got a campaign manager didn't sheL2: όρισε υπεύθυνο για την προεκλογική εκστρατεία έτσιL1: probably the campaign accountants shutting it downL2: πιθανόν η προεκλογική εκστρατεία τον έκλεισε
grow.VERB ενήλικα/ενήλικας/ενήλικη/ενήλικος Short phrases: (kid, grow), (look, grow), (fully, grow), (full, grow)
Words: fully, life, act, kid look, full, make, people, woman, adult, man
Examples L1: i have grown grandchildren
L2: έχω ενήλικα εγγόνια
L1: full grown by now
L2: ενήλικας πλέον
L1: all very grown up
L2: πολύ ενήλικη συμπεριφορά
L1: it's all grownup and pretty
L2: είναι τόσο ενήλικη και όμορφη
L1: is there a grownup home
L2: - υπάρχει ενήλικας στο σπίτι
grow.VERB αυξήθηκε/αυξηθώ Short phrases: (population, grow), (influence, grow), (would, grow), (much, grow) (number, grow)
Words: population, size, fond, limb crop, time, exponentially
Examples L1: it will only grow L2: θα αυξηθεί L1: it grew from thereL2: αυξήθηκε από τότεL1: now it's just grown exponentiallyL2: τώρα όλο αυτό έχει αυξηθεί εκθετικάL1: i do my feelings have grown L2: τα συναισθήματά μου έχουν αυξηθεί L1: no i've grown progressively fond of concreteL2: όχι έχω αυξηθεί σταδιακά η λατρεία για το concrete
grow.VERB φυτέψω/φυτρώνω/φύτρωσε/φυτρώσω Short phrases: (plant, grow), (hair, grow), (flower, grow), (let, grow) (grass, grow), (nothing, grow)
Words: new, think, wild, flower plant, hair, grass, nothing, tree
Examples L1: spaghetti grows in spaghetti fieldsL2: τα μακαρόνια φυτρώνουν στα χωράφιαL1: nothing can grow in thisL2: τίποτε δε φυτρώνει εδώL1: shit growing all over 'emL2: σκατά να φυτρώνουν πάνω τουςL1: anything will grow in wessexL2: όλα φυτρώνουν στο ουέσεξL1: i say let it grow L2: λέω ας φυτρώσει
grow.VERB αυξάνω/αυξανόμενη/αυξανόμενος Short phrases: (fast, grow)
Words: population, pain, concern, influence fast, power, movement, sense, among, fear, threat, number
Examples L1: you see our numbers growing L2: βλέπετε τον αριθμό μας να αυξάνετε L1: a growing body needs nutritionL2: ένα αυξανόμενο σώμα χρειάζεται τροφήL1: the goddess grows in powerL2: η θεά αυξάνει σε δύναμηL1: to match my growing collectionL2: για να ταιριάζει με την αυξανόμενη συλλογή μουL1: she's having some growing painsL2: - έχει κάποια αυξανόμενα προβλήματα
grow.VERB γεράσει/γερνώ Short phrases: (want, grow), (people, grow), (never, grow), (old, together) (see, grow), (old, die), (fast, see)
Words: want, begin, see, together old
Examples L1: don't grow old dearL2: μην γεράσεις αγάπη μουL1: don't grow old darlingL2: μην γεράσεις αγάπη μουL1: you will never grow oldL2: δε θα γεράσεις ποτέL1: before you really do grow oldL2: πριν γεράσεις πραγματικάL1: you know growing old is horseshitL2: ξέρεις το να γερνάς είναι σκατά
tremor.NOUN τρέμουλο Short phrases: (say, anything), (indication, tremor), (left, hand), (essential, tremor) (right, hand)
Words: hand, shake, dbs, develop go, indication, left, essential, right
Examples L1: or gongbang with the tremor
L2: ή ο γκονγκμπανγκ με το τρέμουλο
L1: - tremors in the muscle fiber
L2: - τρέμουλο στις μυϊκές ίνες
L1: there's that intention tremor that he noticed
L2: νάτο το τρέμουλο που είχε παρατηρήσει
L1: so tremor or no tremor i have to try
L2: αν δεν την κάνω ο άνθρωπος αυτός θα πεθάνει γι' αυτό με τρέμουλο ή χωρίς πρέπει να προσπαθήσω
L1: are we okay did that tremor throw off the system
L2: το τρέμουλο απενεργοποίησε το σύστημα
tremor.NOUN δόνηση/δονήσει Short phrases: (get, strong), (seismic, tremor), (feel, tremor), (cause, tremor) (earth, tremor)
Words: strong, seismic, feel, would cause, earth
Examples L1: there are tremors around usL2: υπάρχουν δονήσεις γύρω μαςL1: ardra would you stop the tremors L2: άρντρα θα σταματήσεις τις δονήσεις L1: hey at least the tremors have stoppedL2: τουλάχιστον σταμάτησαν οι δονήσειςL1: the tremor must have shaken the rocks looseL2: - η δόνηση χαλάρωσε τους βράχουςL1: just a minor tremor measured 25 on the richter scaleL2: μια ελαφριά δόνηση των 25 ρίχτερ
coalition.NOUN συνασπισμό Short phrases: (new, coalition), (must, protect), (protect, espheni), (put, together) (together, coalition), (try, build), (up, coalition), (government, up)
Words: new, together, put, must protect, would, need
Examples L1: this group here people's freedom coalition
L2: αυτή εδώ η ομάδα ανθρώπινος συνασπισμός ελευθερίας
L1: the moon shall join your coalition
L2: το φεγγάρι θα ενταχθεί στον συνασπισμό σου ναι
L1: my coalition is fighting for the integrity of the party
L2: ο συνασπισμός μου μάχεται για την αξιοπιστία του κόμματος
L1: well a coalition government will have a certain honeymoon period
L2: λοιπό ένας κυβερνητικός συνασπισμός θα έχει ένα συγκεκριμένο διάστημα για μήνα του μέλιτος
L1: wentworth doesn't have anything like enough crossparty support to put a coalition together
L2: ο γουέντγουορθ δεν έχει διακομματική υποστήριξη για να φτιάξει συνασπισμό
coalition.NOUN συμμαχία Short phrases: (moment, loose), (loose, coalition), (broad, authority), (consider, coalition) (authority, determine)
Words: consider, broad, time, force real, planet, coalition, form
Examples L1: our coalition bears fruit geminusL2: η συμμαχία μας αποδίδει τζέμινιςL1: running around could disrupt our coalition L2: η κωλυσιεργία μπορεί να επηρεάσει τη συμμαχία μας L1: - a coalition the four of usL2: μια συμμαχία από εμάς τους τέσσεριςL1: there's nothing more american than coalition buildingL2: τίποτα πιο αμερικανικό από τη δημιουργία συμμαχιών το πρώτο που έκανε ο τζον γουέιν ήταν να φτιάχνει απόσπασμαL1: i guess that's one way to build a coalition L2: έτσι χτίζεις συμμαχίες
set.VERB διαδραματίζεται/δύω/δύσω Short phrases: (moon, set), (film, set), (sun, rise), (sun, never) (rise, set), (sun, set)
Words: napoleonic, soon, west, film moon, every, rise, sun
Examples L1: the sun will set
L2: ο ήλιος θα δύσει
L1: and as the setting sun
L2: όπως ο ήλιος που δύει πηγαίνει για να ξεκουραστεί αυτή την όμορφη μέρα
L1: tonight the sun sets forever
L2: απόψε ο ήλιος δύει για πάντα
L1: and the sun will set earlier
L2: και ο ήλιος θα δύσει νωρίτερα
L1: the sun should be setting soon
L2: ο ήλιος θα δύσει σύντομα
set.VERB στρώσε/στρώσει/στρώσω Short phrases: (come, set), (back, set), (place, table), (room, table) (go, set), (help, set), (another, place)
Words: come, go, another, help straight, place, table
Examples L1: better table was set L2: ποτέ δεν έμαθες να μαγειρεύεις γι'αυτό στρώσε καλύτερα το τραπέζι L1: - set the tableL2: - στρώσε το τραπέζιL1: mind setting the tableL2: σε πειράζει να στρώσεις το τραπέζιL1: i'll set the tableL2: θα στρώσω το τραπέζιL1: set the table honeyL2: στρώσε τραπέζι
set.VERB ελευθερώνω/ελευθέρωσέ/ελευθέρωσε/ελευθερώστε Short phrases: (people, free), (free, ¤), (please, set), (king, set) (us, free)
Words: truth, please, king, love ¤, loose, free
Examples L1: she set me freeL2: με ελευθέρωσεL1: set me free wardenL2: ελευθέρωσέ με διευθυντάL1: set me free richardL2: ελευθέρωσε με ρίτσαρντL1: just set me freeL2: απλώς ελευθέρωσέ μεL1: she set them freeL2: όλοι αναφωνούν αυτή τους ελευθέρωσε
set.VERB παγίδεψε/παγίδευσε/παγιδεύσω Short phrases: (conner, set), (guy, set), (use, set), (find, set) (somebody, set), (someone, set), (try, set)
Words: could, conner, jason, nathan use, somebody, someone, try
Examples L1: a set me upL2: με παγίδευσε ο αL1: anna set us upL2: η 'ννα μας παγίδεψεL1: she set you upL2: σε παγίδεψεL1: costa set him upL2: ο κόστα τον παγίδεψεL1: you set john upL2: παγίδεψες τον τζον
set.VERB έτοιμας/ετοιμαστούμε/έτοιμες Short phrases: (let, get), (get, set), (okay, set), (let, set) (everything, set)
Words: well, sir, go, get ready, okay, tomorrow, let, everything
Examples L1: all set for extinctionL2: όλα έτοιμα για τον αφανισμόL1: let's get set hereL2: ας ετοιμαστούμεL1: it's all set upL2: - είναι όλα έτοιμαL1: - everything's already set L2: όλα έτοιμα L1: - we're all set L2: - όλα έτοιμα - σχεδόν
set.VERB σαλπάρω/σετ Short phrases: (dresser, set), (two, turn), (chess, set), (game, set) (chemistry, set)
Words: two, turn, dresser, get want, chess, game, chemistry, match, sail
Examples L1: set sail at onceL2: ας σαλπάρουμε αμέσωςL1: let's set sail sailorL2: - σαλπάρουμε ναύτηL1: prepare to set sailL2: προετοιμαστείτε για να σαλπάρουμεL1: set and game to fatherL2: ο πατέρας κερδίζει και στα σετ και στον αγώναL1: we set sail at dawnL2: σαλπάρουμε το ξημέρωμα
set.VERB έθεσα/έθεσε Short phrases: (man, set), (surrender, term), (term, set)
Words: single, high, record, forth new, term, goal, bar, motion
Examples L1: tabor set us upL2: το tabor μας έθεσε επάνωL1: well you set the bar highL2: έθεσες πολύ ψηλά τον πήχη γεγονόςL1: something down here is setting it offL2: κάτι εδώ κάτω το έθεσε σε ισχύL1: and roofie i set a world record manL2: και roofie έθεσα ένα παγκόσμιο ρεκόρ ο άνθρωποςL1: i've set the transporter confinement parameters to maximumL2: έθεσα τις παραμέτρους περιορισμού του μεταφορέα στο μέγιστο
set.VERB έστηνε/έστησα/έστησε/έστησες Short phrases: (think, set), (must, set), (tell, set), (one, set) (whoever, set), (whole, thing)
Words: know, think, tell, thing whoever, whole, us
Examples L1: she set him upL2: του την έστησεL1: you set him upL2: του την έστησεςL1: you set us upL2: εσύ τους την έστησεςL1: i set up alL2: εγώ την έστησα στον αλL1: carter set it upL2: - ο κάρτερ το έστησε
set.VERB θέσε/θέστε/θέτει/θώ Short phrases: (computer, set), (one, throughout), (condition, one)
Words: sight, goal, condition, example rule, throughout, boundary, standard, course
Examples L1: - set esb trajectoryL2: θέσε τροχιά esbL1: you set the toneL2: θέτεις τον τόνοL1: set your board to greenL2: θέσατε τον πίνακα στο πράσινοL1: you're setting conditions for meL2: θέτεις όρους σε μέναL1: set a course to earthL2: θέσε πορεία προς τη γη
set.VERB στημένη/στήνει/στήνω Short phrases: (start, set)
Words: ambush, new, right, camp perimeter, roadblock, house, like, job, start, shop, trap
Examples L1: you setting me upL2: θα τα φέρω μου τη στήνειςL1: she's setting us upL2: μας τη στήνειL1: they're setting up roadblocksL2: στήνουν μπλόκα στους δρόμουςL1: i'm being set upL2: μου την είχαν στημένηL1: you were set upL2: χριστέ μου σου την έχουν στημένη
set.VERB τοποθέτησε/τοποθετηθώ/τοποθετώ Short phrases: (chest, tube), (need, set), (bomb, set), (alarm, system)
Words: exploder, need, watch, line around, government, explosive, charge, bomb
Examples L1: explosive is set up explosive is set upL2: έχουν τοποθετηθεί τα εκρηκτικά έχουν τοποθετηθεί τα εκρηκτικάL1: next time bring her to set up the cansL2: την επόμενη φορά φέρτην να τοποθετεί τα κουτάκιαL1: we think there were bombs set in the buildingL2: νομίζω ότι είχαν τοποθετηθεί βόμβες στο κτήριοL1: setting atomic nine iron to 35o and adjusting for permanent settingsL2: τοποθετώ τον ατομικό σίδηρο εννέα στους 350 και τον ρυθμίζω για μόνιμες ρυθμίσειςL1: with your praetorium to be set at forward position as commandedL2: με το πραιτόριό σας να τοποθετηθεί μπροστά όπως διατάξατε
set.VERB ενεργοποίησε/ενεργοποιώ Short phrases: (fire, alarm), (metal, detector)
Words: detector, timer, would, accidentally motion, fire, metal, bomb, alarm
Examples L1: just set the lockL2: απλά ενεργοποίησε την κλειδαριάL1: who set off the alarmL2: ποιος ενεργοποίησε τον συναγερμόL1: she set off her emergency beaconL2: ενεργοποίησε τον πομπό έκτακτης ανάγκηςL1: maybe people are setting off the plantsL2: μήπως οι άνθρωποι ενεργοποιούν τα φυτά μα τι λεςL1: what nefarious scheme has gloria set into motionL2: τι φαύλο σχέδιο ενεργοποίησε η γκλόρια
set.VERB συσταθώ Short phrases: (let, get), (friend, set), (stand, set), (leave, set) (case, set), (day, care), (get, set)
Words: stand, leave, case, committee investigate, get
Examples L1: so you were set upL2: έτσι ... που έχουν συσταθείL1: jack was being set upL2: jack είχε συσταθείL1: we should set up campL2: θα πρέπει να συσταθεί στρατόπεδοL1: herrmann set up an ariel pipeL2: herrmann που έχει συσταθεί ένα σωλήνα arielL1: some model scout set it upL2: μερικά ανίχνευση μοντέλο έχει συσταθεί
set.VERB ξαναπατήσει/ξαναπατήσω Short phrases: (much, set), (foot, land), (ever, set), (foot, house) (never, set)
Words: much, ever, never, foot
Examples L1: that y0u never set f00t there againL2: δεν θα ξαναπατήσεις ποτέ εκεί ξανάL1: do not set foot on my property againL2: μην ξαναπατήσεις στην ιδιοκτησία μου ξανάL1: i'm never setting foot in that market againL2: δεν θα ξαναπατήσω ποτέ σ' εκείνο το σούπερ μάρκετL1: never never set foot in this house againL2: ποτέ ποτέ μη ξαναπατήσεις σ' αυτό εδώ το σπίτιL1: i'm never setting foot in that place againL2: δεν θα ξαναπατήσω σε αυτό το μέρος ποτέ ξανά
set.VERB τέθηκε/τεθώ Short phrases: (force, set), (thing, set), (condition, one), (successful, spanish) (way, help), (stage, successful), (already, set), (course, set)
Words: condition, way, thing, force 30, already, motion
Examples L1: course will be set automaticallyL2: h πορεία θα τεθεί αυτόματαL1: - course set by whomL2: - τέθηκε από ποιονL1: explosives are set for a detonationL2: τα εκρηκτικά έχουν τεθεί για εκπυρσοκρότηση .L1: the final piece has been set into motionL2: το τελευταίο κομμάτι έχει ήδη τεθεί σε κίνησηL1: it was a temporal transponder set to give off tachyon signalsL2: - ήταν ένας αναμεταδότης τέθηκε ώστε να εκπέμπει ταχυονικά σήματα
set.VERB στήθηκε/στηθώ Short phrases: (camp, set), (system, set), (supply, set), (command, post) (roadblock, set), (bait, set), (perimeter, set), (trap, set), (stage, set)
Words: supply, camp, line, roadblock bait, stage
Examples L1: the trap is set L2: η παγίδα στήθηκε L1: the hook was set L2: το δόλωμα στήθηκε L1: dolly's not set upL2: η dolly δεν έχει στηθείL1: are the charges set L2: έχουν στηθεί τα εκρηκτικά L1: i helped them set that upL2: - βοήθησα να στηθεί ξέρω που βρίσκεται
set.VERB εγκατασταθώ/εγκαταστήσω Short phrases: (45, second), (one, 45), (must, tell), (need, set) (want, set)
Words: monday, camera, get, want government, help, radio, basic
Examples L1: you're already set inL2: έχεις εγκατασταθεί κάπουL1: maybe when he's set upL2: ίσως όταν εγκατασταθεί πλήρωςL1: mayans are setting up in stocktonL2: οι μάγιανς θα εγκατασταθούν στο στόκτονL1: you've kind of set up office thereL2: έχεις εγκατασταθεί εκείL1: hey i'll set you up in the kitchenL2: θα σε εγκαταστήσω στην κουζίνα
set.VERB όρομαι Short phrases: (god, set), (judge, set)
Words: rule, court, god, point course, judge, bail, date
Examples L1: - no set appointmentL2: όχι όρισε ραντεβούL1: set the arc at 63L2: όρισε την καμπύλη στα 63L1: mr valentine has set the priceL2: ο κ βάλενταϊν όρισε την τιμήL1: he set the time and placeL2: όρισε το μέρος και την ώραL1: xo set a threesailor liberty party ruleL2: - ο ύπαρχος όρισε ομάδα τριών για έξοδο
set.VERB οργάνωσε Short phrases: (one, great), (great, weekend), (pettigrew, set), (conference, call) (show, set), (joint, chiefs)
Words: pettigrew, briefing, call, show special, conference, secret, whole, meeting
Examples L1: jimmy set it upL2: ο τζίμι το οργάνωσεL1: set up a press conferenceL2: οργάνωσε συνέντευξη τύπουL1: did his lawyer set this upL2: - η δικηγόρος του το οργάνωσεL1: i think she set him up catherineL2: αυτή το οργάνωσεL1: thanks for setting up the barbecue and everythingL2: ευχαριστώ που οργάνωσες το μπάρμπεκιου και όλα
tour.NOUN περιοδεία Short phrases: (national, tour), (come, tour), (go, back), (cancel, tour) (world, tour), (book, tour), (go, tour)
Words: first, summer, together, come back, big, cancel, national, world, book, go
Examples L1: no tours no clubs
L2: όχι περιοδείες ούτε κλαμπ
L1: just taking the tour
L2: απλά κάνουν τη περιοδεία
L1: the tour begins tomorrow
L2: η περιοδεία ξεκινά αύριο
L1: then a tour abroad
L2: στη συνέχεια μια περιοδεία στο εξωτερικό
L1: my tour my rules
L2: είναι η περιοδεία μου είναι οι κανόνες μου
tour.NOUN ξενάγηση/ξεναγήσει/ξεναγός Short phrases: (set, tour), (want, tour), (private, tour), (grand, tour) (give, tour)
Words: house, enjoy, little, want personal, studio, private, grand, give, guide
Examples L1: i love the tour L2: λατρεύω την ξενάγηση L1: well there's the tour L2: αυτή ήταν η ξενάγηση . L1: - they have tours L2: - γίνονται ξεναγήσεις L1: want a tour guideL2: - θες μια ξενάγησηL1: we took a little tour L2: του έκανα ξενάγηση
tour.NOUN περιήγηση/περιηγήσει Short phrases: (walk, tour), (helicopter, tour), (thank, tour), (take, tour)
Words: even, plan, helicopter, find facility, time, quick, city, please, start, fallujah, take
Examples L1: a most exciting tour lieutenantL2: και μια ιδιαιτέρως συναρπαστική περιήγηση υπαστυνόμε ιδιαιτέρως συναρπαστικήL1: james tours leave at 915L2: τζέημς οι περιηγήσεις φεύγουν στις 915L1: we arrange tours between the islandsL2: οργανώνουμε περιηγήσεις στα νησιάL1: do you want the whole tour L2: θέλετε ολόκληρη την περιήγηση L1: oh you didn't get the tour L2: δεν έκανες την περιήγηση
tour.NOUN τουρ/τουριστικό/τουρνέ Short phrases: (book, tour), (come, back), (think, tour), (big, tour)
Words: also, london, movie, cancel orient, europe, organize, asia, bus
Examples L1: i've been to every tour L2: έχω πάει σ' όλες τις τουρνέ τους L1: it's like being on tour againL2: είναι λες και βγαίνεις ξανά σε τουρνέL1: - it was a tour busL2: - τουριστικό λεωφορείο ήτανL1: i was on tour in phillyL2: κάνω τουρ στο phillyL1: june we ain't blowing the tour L2: δε χαλάμε την τουρνέ
tour.NOUN θητεία Short phrases: (month, leave), (iraq, afghanistan), (third, tour), (three, tour) (two, tour)
Words: complete, three, gulf, third four, serve, two, iraq, afghanistan, duty
Examples L1: two tours fallujah myself marinesL2: εγώ δύο θητείες στη φαλούζα στους πεζοναύτεςL1: second tour fucked me up goodL2: η δεύτερη θητεία με τσάκισε αλλά δεν θέλουν να ξέρουνL1: look this is my last tour L2: - είναι η τελευταία μου θητεία L1: three tours in iraq purple heartL2: τρεις θητείες στο ιράκ μωβ καρδιάL1: served two tours in afghanistan togetherL2: υπηρετήσαμε δύο θητείες μαζί στο αφγανιστάν
smither.NOUN σμίδερ Short phrases: (let, go), (go, smither), (thwart, early), (early, attempt)
Words: win, scoop, let, give think, thwart, mr., go, -
Examples L1: i you're not smithers
L2: θα δεν είσαι ο σμίδερς
L1: oh of course smithers
L2: φυσικά σμίδερς
L1: smithers take me home
L2: σμίδερς πήγαινέ με σπίτι
L1: smithers you infernal ninny
L2: σμίδερς καταραμένο κουτορνίθι
L1: look out smithers come on
L2: σμίδερς έλα τώρα
smither.NOUN σμίθερ/σμίθερς Short phrases: (look, smither), (worry, smither), (shot, smither), (go, powder) (wrong, cheat)
Words: get, two, look, throw worry, shot, feel, hound, character, powder
Examples L1: - smithers and burnsL2: - τον σμίθερς και τον μπερνςL1: smithers step on itL2: σμίθερς σανίδωσέ τοL1: throw him out smithers L2: πέτα τον έξω σμίθερς L1: smithers what a marshmallowL2: τι κόπανος αυτός ο σμίθερςL1: smithers the medicine ballsL2: σμίθερς τις ιατρικές μπάλες
poacher.NOUN λαθροθήρας/λαθροθήρε/λαθροθήρες Short phrases: (somebody, poach), (poach, poacher), (area, later), (later, poacher) (find, poacher)
Words: need, somebody, poach, probably find, around
Examples L1: and there are poachers
L2: και ήρθαν κάτι λαθροθήρες
L1: so you reckon it's poachers
L2: τι λέςήταν λαθροθήρας
L1: i don't take kindly to poachers
L2: δεν συμπαθώ τους λαθροθήρες
L1: and there are poachers and edmund
L2: και ήρθαν και λαθροθήρες και ο εντμουντ
L1: hell those poachers were bad men
L2: να πάρει αυτοί οι λαθροθήρες ήταν κακοί άνθρωποι
poacher.NOUN λαθροκυνηγό/λαθροκυνηγός Short phrases: (catch, poacher), (boy, poacher), (take, poacher), (may, take) (tranquillizer, gun)
Words: catch, come, thief, elephant bear, trap, boy
Examples L1: poachers for the ivoryL2: λαθροκυνηγοί για το ελεφαντοστούνL1: hey you're a poacher manL2: είσαι λαθροκυνηγόςL1: lucas called her the poacher L2: ο λούκας την έλεγε λαθροκυνηγό L1: then the poachers take it awayL2: μετά οι λαθροκυνηγοί το έκαναν κατοχήL1: but you have a personal egg poacher L2: μα έχεις προσωπικό λαθροκυνηγό αυγών
scatter.VERB διασκορπισμένος/διασκορπίστηκαν/διασκορπιστώ Short phrases: (well, scatter), (han, river), (buk, han), (cremate, ashe) (people, scatter), (time, scatter)
Words: -, well, ago, galaxy buk, people, lose, time
Examples L1: these planets are scattered
L2: αυτοί οι πλανήτες είναι διασκορπισμένοι
L1: yep everyone's kind of scattered
L2: ναι όλοι λίγοπολύ έχουν διασκορπιστεί
L1: not if there's nothing to scatter
L2: οχι αν δεν υπάρχει τίποτα για να διασκορπιστεί
L1: she asked that they be scattered here
L2: ζήτησε να διασκορπιστούν εδώ
L1: many are peasants scattered around the countryside
L2: πολλοί είναι χωρικοί διασκορπισμένοι στην επαρχία
scatter.VERB διάσπαρτος Short phrases: (piece, piece), (particle, scatter), (probably, scatter), (europe, know) (around, europe), (wife, grave), (wish, ashe)
Words: particle, probably, europe, wife piece, throughout, island
Examples L1: survivors are scattered throughout the nebulaL2: οι επιζώντες είναι διάσπαρτοι σε όλο το νεφέλωμαL1: notice the metal fragments scattered throughout the fleshL2: παρατηρήστε τα μεταλλικά θραύσματα που είναι διάσπαρτα σε όλη τη σάρκαL1: the scattered remains of dead star the crab nebulaL2: τα διάσπαρτα λείψανα νεκρών αστέριων το νεφέλωμα καβούριL1: ancient tombs scattered throughout the lengthened breath of this peninsulaL2: αρχαία τάφους διάσπαρτα σε όλη επιμηκυνθεί το αναπνοή αυτής της χερσονήσουL1: a handful of voim units remain scattered about the globe small recon teamsL2: μια χούφτα των μονάδων volm παραμένουν διάσπαρτα για τον κόσμο μικρές ομάδες ανασυγκρότησης
insubordination.NOUN ανυπακοή/ανυπακοός Short phrases: (act, insubordination), (right, gross), (charge, insubordination), (tolerate, insubordination)
Words: act, sound, insubordination, mental history, tolerate, file, charge, would
Examples L1: insubordination all the same
L2: - εξακολουθεί να είναι ανυπακοή
L1: there was no insubordination
L2: δεν υπήρχε καμία ανυπακοή
L1: wes this is insubordination
L2: ουές αυτό είναι ανυπακοή
L1: do you hear this insubordination
L2: βλέπεις ανυπακοή
L1: look write me up for insubordination
L2: κατηγόρησέ με για ανυπακοή αλλά δε μπορώ να γυρίσω τώρα
insubordination.NOUN απειθαρχία Short phrases: (ass, insubordination), (know, insubordination), (well, insubordination), (fire, insubordination) (kind, insubordination), (brook, insubordination), (annoy, brook), (else, insubordination)
Words: major, know, well, good fire, ass, kind, brook
Examples L1: i was ruined for my insubordination L2: με κατάστρεψαν για την απειθαρχία μου L1: and insubordination is no laughing matterL2: και η απειθαρχία δεν είναι ζήτημα για γέλιαL1: 25 years never seen such blatant insubordination L2: στα 25 χρόνια μου δεν έχω δει ποτέ τόσο κραυγαλέα απειθαρχία L1: stick it up your ass is insubordination L2: βάλ' το στον κώλο σου είναι απειθαρχία L1: colonel bowie i have had just about enough insubordination L2: συνταγματάρχη μπούϊ αρκετά ανέχτηκα την απειθαρχία σου
fight.VERB τσακωνόμαστε Short phrases: (start, fight), (never, fight), (stop, fight), (us, fight) (let, fight)
Words: time, anymore, start, since maybe, never, get, stop, us, let
Examples L1: i'm not really fighting
L2: δεν τσακωνόμαστε
L1: sarah letlet's not fight
L2: sarah ας μην τσακωνόμαστε
L1: - we don't fight
L2: - δεν τσακωνόμαστε
L1: and now we're fighting
L2: και τώρα τσακωνόμαστε
L1: we fought so much
L2: τσακωνόμαστε τόσο πολύ
fight.VERB καταπολέμηση/καταπολεμήσω/καταπολεμώ Short phrases: (♪, fight), (way, fight), (help, fight)
Words: corruption, system, evil, war virus, way, infection, help, crime
Examples L1: i'm fighting a coldL2: καταπολεμώ το συνάχι μουL1: don't fight it camiL2: μην την καταπολεμήσουμε camiL1: we can't keep fighting L2: δεν μπορούμε να συνεχίσουμε την καταπολέμηση L1: help fight crime dial 999L2: βοηθήστε στην καταπολέμηση του εγκλήματος καλέστε το 100L1: in fact i fight itL2: στην πραγματικότητα εγώ την καταπολεμώ
fight.VERB αγωνιζόμαστε Short phrases: (must, fight), (keep, fight), (everything, fight), (continue, fight)
Words: standing, everything, life, year together, continue, right
Examples L1: we just stop fighting L2: θα σταματήσουμε ν' αγωνιζόμαστε L1: we have to keep fighting L2: πρέπει να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε L1: do we have to fight L2: θα πρέπει ν αγωνιζόμαστε L1: we're fighting for our livesL2: - αγωνιζόμαστε για τη ζωή μαςL1: we're fighting for the american wayL2: αγωνιζόμαστε για τον αμερικάνικο τρόπο ζωής
fight.VERB καβγά/καβγαδίζω/καβγώ Short phrases: (never, fight), (good, reason), (help, megan), (33, fight) (fight, 33), (time, day), (beautiful, river), (angry, want), (come, fight), (wanna, fight), (fight, fight), (please, fight)
Words: 33, please, wanna, argue come
Examples L1: no fight fighting not goodL2: - μην κάνεις καβγάL1: you're not gonna let willard fight L2: μην αφήσεις τον γουίλαρντ να μπει σε καβγά L1: and you want to fight even hereL2: και πήγες να κάνεις καβγά εδώL1: - hey we can do that fight L2: μπορούμε να καβγαδίζουμε L1: oh - hungry horny itching to fight L2: είμαι πεινασμένος καυλωμένος και έτοιμος για καβγά
fight.VERB αγωνίζεσαι Short phrases: (yong, chun), (chun, quan), (see, fight), (know, fight) (change, thing), (custer, learn), (general, custer), (exactly, fight)
Words: chun, yong, afraid, custer general, exactly, see, well, keep
Examples L1: still fighting all the timeL2: εξακολουθείς να αγωνίζεσαι όλη την ώραL1: you got to fight celieL2: αυτά τo έχoυν πρέπει ν αγωνίζεσαι σίλιL1: ted says you've gotta fight L2: ο τεντ λέει ότι πρέπει να αγωνίζεσαι L1: fighting the good fight huhL2: αγωνίζεσαι τον καλό αγώνα εL1: you don't fight your way clearL2: δεν αγωνίζεσαι μέχρι τέλους
fight.VERB μονομαχήσω/μονομαχώ Short phrases: (want, fight), (challenge, fight), (must, fight), (wickham, kill) (man, fight), (go, fight), (would, fight)
Words: must, gentleman, wickham, winner would, challenge, man, duel
Examples L1: let them fight nowL2: να μονομαχήσουν τώραL1: now we're gonna fight L2: τώρα θα μονομαχήσουμε L1: you probably fight duels tooL2: μάλλον θα μονομαχείς κιόλαςL1: jerry wanted to fight buddyL2: ο τζέρι ήθελε να μονομαχήσει με τον μπάντιL1: carter and enrique can fight tomorrowL2: ο κάρτερ κι ο ενρίκε μπορούν να μονομαχήσουν αύριο
fight.VERB αντισταθάω/αντιστάθηκε Short phrases: (say, fight), (could, fight), (try, fight)
Words: baby, say, dragon, could feeling, hard, try, back
Examples L1: maybe avery fought backL2: ίσως ο έιβερι αντιστάθηκεL1: he fought very bravelyL2: - αντιστάθηκε γενναίαL1: i won't fight backL2: δεν θα αντισταθώL1: did meyers fight backL2: - αντιστάθηκε ο μάγιερςL1: i can't fight itL2: δεν μπορώ να αντισταθώ
fight.VERB καυγά/καυγαδίζω/καυγώ Short phrases: (cat, fight), (night, fight), (three, fight), (start, fight) (want, fight), (wanna, fight), (fight, fight)
Words: girl, cat, guy, # start, want, wanna
Examples L1: why fight with blacksL2: γιατί καυγαδίζετε με τους μαύρουςL1: fight fight fight fightL2: καυγάς καυγάςL1: keep fighting keep fightingL2: συνεχίστε τον καυγάL1: - are you fighting L2: - καυγαδίζετε L1: i don't wanna fight L2: δε θέλω καυγά
fight.VERB τσακωνάμαι/τσακώνεσαι Short phrases: (always, fight), (use, fight)
Words: remember, car, father, nikki caroline, everything, mother, dad, always, guy, use, lot, time
Examples L1: he was fighting againL2: πάλι τσακωνότανL1: chloe would never fight L2: η χλόη δεν θα τσακωνόταν ποτέ L1: we fought every dayL2: τσακωνόμασταν κάθε μέραL1: he's been fighting todayL2: τσακωνότανL1: ben was fighting with peterL2: ο μπεν τσακωνόταν με τον πίτερ
yuan.NOUN γουάν Short phrases: (15, yuan), (50, yuan), (9, yuan), (5, yuan) (go, higher), (pay, 50)
Words: 15, ticket, 9, 50 5, 2, go, drop, total, 2.5, 40
Examples L1: a 300 yuan ticket
L2: ένα εισιτήριο των 300 γουάν
L1: no that's wrong 13 yuan
L2: λάθος 1 3 γουάν
L1: a bus ticket costs 205 yuan
L2: 'ενα εισιτήριο κάνει 205 γουάν
L1: you could make 500000 yuan a month
L2: θα μπορούσες να βγάζεις 500000 γουάν ( 60380 ευρώ ) τον μήνα
L1: i can make 2 yuan a day
L2: παίρνω δυο γουάν τη μέρα
yuan.NOUN γιουάν Short phrases: (million, yuan), (one, yuan), (70, yuan), (60, yuan) (500, yuan), (80, yuan)
Words: million, cent, 70, 60 two, thousand, 500, us, 80, one, yuan
Examples L1: what about 400 yuan L2: δώσε 400 γιουάν L1: tickets to guangzhou 240 yuan L2: εισιτήρια για τη γκουάνζου 240 γιουάν L1: one hundred and twenty yuan L2: 120 γιουάν L1: - to pass through 10 yuan L2: - για να περάσεις 10 γιουάν L1: i'm telling you i paid 500 yuan for itL2: σου λέω ότι το πλήρωσα 500 γιουάν
handgun.NOUN περίστροφο Short phrases: (murder, weapon), (teach, use), (get, handgun), (sell, handgun) (look, handgun), (two, handgun)
Words: murder, yeah, high, sell two, get
Examples L1: it's from a 9mm handgun
L2: είναι από περίστροφο 9 χιλιοστών
L1: the other two had handguns
L2: οι άλλοι δύο είχαν περίστροφα
L1: you had two handguns with you
L2: είχατε δύο περίστροφα μαζί σας
L1: we found a handgun on him
L2: βρήκαμε ένα περίστροφο πάνω του
L1: neighbor reports husband's armed with a handgun
L2: ο γείτονας αναφέρει ότι ο σύζυγος είναι οπλισμένος με ένα περίστροφο
handgun.NOUN πιστόλι Short phrases: (carry, handgun), (well, handgun), (rifle, outside), (carry, rifle) (mm, well), (caliber, handgun), (should, get), (still, get)
Words: six, 9, point, shoot range, carry, caliber, uzis
Examples L1: and a large calibre handgun L2: και πιστόλι μεγάλου διαμετρήματος L1: shirley owned a phoenix arms 22caliber handgun L2: η shirley είχε ένα πιστόλι phoenix arms διαμετρήματος 22 L1: surely you noticed the two handguns in the bathroomL2: σίγουρα παρατηρήσατε τα δύο πιστόλια στο μπάνιοL1: the sort team uses 9 mm's in their handgun L2: η ομάδα sort χρησιμοποιεί σφαίρες 9 χιλ στα πιστόλια της L1: he had a handgun in his backpack unloaded thank goshL2: είχε ένα πιστόλι στο σακίδιό του χωρίς σφαίρες ευτυχώς
diversity.NOUN ποικιλία Short phrases: (anywhere, else), (else, earth), (old, old), (wrong, believe) (old, wooden), (genetic, diversity), (bring, diversity), (extraordinary, diversity), (infinite, diversity)
Words: anywhere, old, genetic, bring replace, extraordinary, infinite
Examples L1: that's real diversity kyle
L2: αυτή είναι πραγματική ποικιλία kyle
L1: it falls under cultural diversity
L2: - πολιτισμική ποικιλία
L1: this isn't diversity it's depravity
L2: αυτό δεν είναι ποικιλία είναι αχρειότητα
L1: i'm a big fan of diversity
L2: μ' αρέσει η ποικιλία
L1: you know we need more diversity
L2: ξέρετε ότι χρειαζόμαστε περισσότερη ποικιλία
diversity.NOUN ποικιλομορφία Short phrases: (specie, necessary), (necessary, existence), (dna, right), (strive, diversity)
Words: diversity, come, opportunity, enough reef, staff, strive
Examples L1: they have to have diversity L2: πρέπει να υπάρχει ποικιλομορφία L1: infinite diversity ln infinite combinationsL2: άπειρη ποικιλομορφία σε άπειρους συνδυασμούςL1: well we do pride ourselves on diversity L2: είμαστε περήφανες για την ποικιλομορφία μας L1: and owen knew about the diversity of lifeL2: και ο όουεν γνώριζε σχετικά με την ποικιλομορφία της ζωήςL1: it's a small world young lady i know celebrate our diversity L2: είναι μικρή παγκόσμια νέα κυρία ξέρω γιορτάζω την ποικιλομορφία μας
rod.NOUN βέργα Short phrases: (coolant, rod), (spare, rod), (pull, rod), (guy, rod) (steel, rod), (stick, head), (iron, rod)
Words: leave, head, pull, guy spare, steel, stick, iron
Examples L1: just get another rod
L2: φέρε μια άλλη βέργα
L1: give me another rod
L2: δώσε μου μια άλλη βέργα
L1: could your rods be responsible
L2: μπορεί να φταίνε οι βέργες σου
L1: we must change your cooling rods
L2: πρέπει να αλλάξεις τις βέργες ψύξης σου
L1: - did you break the curtain rod .
L2: έσπασες τη βέργα της κουρτίνας
rod.NOUN καλάμι Short phrases: (fishing, rod), (take, rod), (right, hand), (put, rod) (give, rod)
Words: fishing, reel, rod, work use, bring, take, give
Examples L1: give me that rod L2: δωσ'μου το καλάμι L1: give me your rod L2: δώσε μου το καλάμι L1: with his fishing rod L2: με το καλάμι του L1: - that's my fishing rod L2: - το καλάμι μου L1: i'll just fetch my rod L2: - να πάρω μόνο το καλάμι μου - ως ταπεινός υπηρέτης σας σας ζητώ
bug.NOUN ζωύφια/ζωύφιο/ζωύφιος Short phrases: (go, bug), (bring, bug), (water, bug), (mean, bug) (full, bug)
Words: transmitter, die, mean, huh super, kill, water, full
Examples L1: the bugs are retreating
L2: τα ζωύφια υποχωρούν
L1: we don't need bugs
L2: δεν θέλω να μπουν ζωύφια
L1: stay down bug thundra
L2: μείνε κάτω ζωύφιο
L1: there's no bugs no
L2: - δεν υπάρχουν ζωύφια
L1: - the bugs attacked
L2: - τα ζωύφια επιτέθηκαν
bug.NOUN κοριό/κοριός/κοριού/κοριούς Short phrases: (drop, bug), (find, bug), (put, bug), (bed, bug) (plant, bug)
Words: phone, drop, place, car office, put, sweep, bed, find, plant
Examples L1: mites as in bugs L2: ζωύφια όπως κοριοί L1: she's clean no bugs L2: - καθαρή δεν έχει κοριούς L1: the bug isn't fbiL2: ο κοριός δεν είναι του fbiL1: - it's a bug L2: - κοριός L1: can you trace the bug L2: - μπορείς να εντοπίσεις τον κοριό
bug.NOUN έντομα/έντομο/εντόμο Short phrases: (big, bug), (see, bug), (like, bug), (release, bug) (eat, bug)
Words: kind, ever, big, man like, control, release, eat, spray
Examples L1: giant bugs are creepyL2: τα τεράστια έντομα είναι ανατριχιαστικάL1: it's just a bug L2: είναι απλά ένα έντομο L1: i'll eat some bugs L2: θα φάω μερικά έντομα L1: you're letting bugs inL2: θα μπουν έντομα μέσαL1: ♪ bugs with boobsL2: έντομα με βυζιά είσαι καλά μάρσαλ
bug.NOUN ιό/ιός/ίωση Short phrases: (last, week), (24-hour, bug), (stomach, bug), (go, around)
Words: god, week, something, system 24-hour, go, nasty, stomach, around
Examples L1: you mean the bug L2: εννοείς τον ιό L1: how's the flu bug L2: - πώς πάει ο ιός της γρίπης L1: this bug kills so fastL2: τούτος δω ο ιός σκοτώνει τόσο γρήγοραL1: i followed the bug hereL2: ακολούθησα τον ιόL1: it seems she caught a bug L2: μάλλον κόλλησε κάποιον ιό
bug.NOUN μικρόβιο Short phrases: (get, stomach), (give, bug), (probably, get), (nasty, bug) (get, bug), (act, bug), (catch, bug)
Words: could, may, oh, make nasty, felisa, act, catch
Examples L1: terrible bug going aroundL2: κάποιο μικρόβιο ποιο είναι το πρόβλημαL1: i have the bug L2: έχω το μικρόβιο L1: it's a stomach bug L2: είναι ένα μικρόβιο L1: uh stomach bug orL2: μικρόβιο στο στομάχι ήL1: i caught the bug L2: κόλλησα το μικρόβιο
bug.NOUN μαμούνι Short phrases: (exactly, bug), (get, bite), (dead, bug), (one, bug) (swallow, bug), (squish, bug)
Words: look, swallow, bite, ass squish, stalker
Examples L1: those bugs are weevilsL2: αυτά τα μαμούνια είναι σκαθάριαL1: it's not a bug L2: δεν είναι μαμούνι L1: beetles as in bug beetlesL2: μαμούνιαL1: cockroaches beetles butterflies and bugs L2: πουλίθαλασσινό ζουζούνια πεταλούδες και μαμούνια L1: forget about the bugs okL2: ξέχνα τα μαμούνια οκ
bug.NOUN μπαγκ/μπαγκς Short phrases: (see, bug), (give, "em"), ("em", water), (go, bug) (shut, bug), (come, bug), (enough, bug), (name, bug), (june, bug)
Words: pay, cahill, enough, shut around, take, name, shoot, june, bunny
Examples L1: bug what is thisL2: μπαγκ τι είναι αυτόL1: aah bugs quit itL2: μπαγκς κόφτοL1: bullet that's just bugs L2: ο μπαγκς είναι L1: bug this is a threeL2: μπαγκ αυτό είναι 3L1: i didn't do anything wrong bug L2: δεν έκανα κάτι λάθος μπαγκ
bug.NOUN ζουζούνι/ζουζούνια Short phrases: (windshield, shape), (shape, trapezoid), (cloud, bug), (slug, thing) (fly, slug), (good, job), (job, bug), (keep, bug)
Words: cloud, job, stop, keep slug, taste, alien, oh, big, fly
Examples L1: it was a bug L2: 'ενα ζουζούνι L1: there's my beautiful bug L2: να το όμορφο ζουζούνι μου L1: i'm not a bug L2: δεν είμαι ζουζούνι L1: stupid closet full of bugs L2: ηλίθια αποθήκη γεμάτη ζουζούνια L1: a bug is a bugL2: για μένα ένα ζουζούνι είναι απλά ένα ζουζούνι
vamp.NOUN βρικόλακας/βρικόλακε Short phrases: (one, vamp), (get, vamp), (take, vamp), (fresh, vamp) (yeah, vamp), (find, alpha)
Words: find, vamp, turn, yeah spike, one, take, like, fresh, look
Examples L1: the retard's not a vamp
L2: το καθυστερημένο δεν είναι βρικόλακας
L1: vamps tend to move around
L2: οι βρικόλακες μετακινούνται
L1: i mean vamps are trackers terrific
L2: οι βρικόλακες είναι ανιχνευτές
L1: the vamp that killed krissy's dad
L2: τον βρικόλακα που σκότωσε τον πατέρα τής κρίσι
L1: how did a damn vamp find me
L2: πώς με βρήκε ένας βρικόλακας είχα βοήθεια
vamp.NOUN βαμπίρ Short phrases: (get, pam), (cop, get), (traitor, vamp), (human, vamp) (two, vamp), (see, vamp)
Words: cop, lover, traitor, lot human, two, see, let
Examples L1: the vamps the vamps i hateL2: τα βαμπίρ τα βαμπίρ τα μισώL1: don't worry about seeing any actual vamps L2: μην ανησυχείς δεν θα δούμε βαμπίρ L1: - you got much vamp trouble these daysL2: - έχετε προβλήματα με βαμπίρ αυτόν τον καιρόL1: - only a vamp could live like thisL2: - μόνο βαμπίρ θα ζούσε έτσιL1: vamps know better than to even cross venice boulevardL2: τα βαμπίρ ξέρουν πια και δεν περνούν απ την λεωφόρο βένις
trigger.NOUN σκανδάλη/σκανδαλη/σκανδάλη. Short phrases: (hair, trigger), (finger, trigger), (squeeze, trigger), (pull, trigger)
Words: like, press, hair, trigger squeeze, finger, pull
Examples L1: pull the trigger man
L2: πάτα τη σκανδάλη φίλε
L1: you pull the trigger
L2: εσύ τράβα τη σκανδάλη
L1: pull the trigger michael
L2: τράβα τη σκανδάλη μάικλ
L1: just pulled the trigger
L2: - απλά πατήσατε τη σκανδάλη
L1: the trigger - maybe
L2: - και την σκανδάλη
trigger.NOUN έναυσμα Short phrases: (stressor, either), (mechanism, large), (large, explosive), (cue, trigger) (know, trigger), (still, work), (emotional, trigger), (could, trigger), (engagement, could), (probably, trigger), (must, trigger)
Words: could, timer, cue, probably work, emotional
Examples L1: could be the trigger L2: θα μπορούσε να είναι το έναυσμα L1: it's a trigger it's a brainwashing termL2: είναι έναυσμα όρος σχετικός με πλύση εγκεφάλουL1: i'll make my way to the trigger L2: ετοιμάζομαι για να δώσω το έναυσμα L1: every time bomb has a trigger duckL2: κάθε βόμβα έχει ένα έναυσμα ντακL1: it's this trigger that we'd be looking forL2: αυτό το έναυσμα πρέπει να βρούμε
trigger.NOUN πυροκροτητή/πυροκροτητής Short phrases: (pressure, trigger), (axmali, trigger), (remote, trigger), (quantum, trigger) (nuclear, trigger), (zero, pull), (atomic, trigger), (give, trigger)
Words: axmali, quantum, mike, atomic nuclear, reconfigure, remote, give, bomb
Examples L1: i want those triggers L2: θέλω αυτούς τους πυροκροτητές L1: where's your trigger !L2: πού είναι ο πυροκροτητής L1: - the trigger's tamperproofedL2: - ο πυροκροτητής είναι απρόσβλητοςL1: giving him the trigger L2: - να του δώσουμε τον πυροκροτητή L1: they haven't found the trigger L2: δεν βρήκαν τον πυροκροτητή
trigger.NOUN πολεμοχαρός/πρκ Short phrases: (anything, trigger), (build, anything), (bring, trigger), (bravo, one) (release, trigger), (el, soldat), (nuclear, trigger), (still, trigger)
Words: anything, bring, el, nuclear girlfriend, ex
Examples L1: - a triggerhappy exgirlfriendL2: - μια πολεμοχαρή πρώην φιλενάδαL1: and we don't have the triggers L2: και δεν έχουμε τους πρκ L1: a triggerhappy exgirlfriend should we shoot themL2: - μια πολεμοχαρή πρώην φιλενάδα - να τους πυροβολήσουμεL1: if you find the triggers make every attempt to secure themL2: αν βρείτε τους πρκ ασφαλίστε τους με κάθε τρόποL1: i want protection especially when i'm holding a case of nuclear triggers L2: θέλω προστασία ειδικά όταν κρατάω μια βαλίτσα με πυρηνικούς πρκ
podium.NOUN εξέδρας/εξέδρο Short phrases: (put, podium), (leave, stand), (join, podium), (would, join) (son, go), (embrace, father), (holy, place), (walk, podium), (look, crowd)
Words: know, put, place, embrace holy
Examples L1: to the podium please
L2: στην εξέδρα παρακαλώ
L1: if i put the podium there it'll stay down
L2: αν βάλω την εξέδρα εκεί θα μείνει κάτω
L1: the guards will escort you to the podium whenever you're ready
L2: οι φρουροί θα σας συνοδεύσουν στην εξέδρα
L1: well she could've hurt herself trying to throw the podium at him like that
L2: θα μπορούσε να χτυπήσει όταν πέταγε την εξέδρα - έτσι καταπάνω του
L1: as far as i'm concerned we should have gotten the first minister off that podium as soon as we received the information
L2: έπρεπε να τον κατεβάσουμε από την εξέδρα όταν πήραμε την πληροφορία
podium.NOUN βάθρο Short phrases: (go, podium), (stand, podium), (way, podium), (welcome, podium) (please, welcome), (one, podium), (return, podium), (get, podium), (make, way)
Words: way, welcome, finish, since one, return, first, podium
Examples L1: i got the podium in my sightsL2: - έχω το βάθρο στο οπτικό μου πεδίοL1: marco simoncelli has grabbed his first motogp podium L2: ο μάρκο σιμοντσέλι ανεβαίνει για πρώτη φορά στο βάθρο L1: first at the podium where bender got his medalL2: πρώτα στο βάθρο όπου ο μπέντερ πήρε το μετάλλιοL1: now get up to that podium and change the worldL2: τώρα ανεβειτε σε αυτο το βάθρο και αλλάξτε τον κόσμοL1: i'll ask our contestants to join me on the podium L2: παρακαλώ τους διαγωνιζόμενους να έρθουν στο βάθρο
free.ADJ δωρεάν/δωρεαν/δωρεάv/δωρεώ Short phrases: (get, one), (away, free), (offer, free), (one, free) (give, free)
Words: service, away, advice, clinic lesson, ticket, one, offer, sample, give, charge
Examples L1: free gifts at mungo's
L2: δωρεάν δώρα στους μάνκγο
L1: you me free dinner
L2: εσύ εγώ δωρεάν δείπνο
L1: because it was free
L2: επειδή ήταν δωρεάν
L1: free drinks all night
L2: δωρεάν ποτά όλη τη νύχτα
L1: free country ain't it
L2: δωρεάν χώρα έτσι δεν είναι
free.ADJ τσάμπα/τσάμπας/τσάμπο/τσάμπος Short phrases: (drink, free), (want, free), (work, free), (eat, free)
Words: drink, nothing, want, food time, eat, booze
Examples L1: free cappuccinos for everyoneL2: τσάμπα καπουτσίνο για όλουςL1: she works for free L2: μα δουλεύει τσάμπα L1: they got free sodasL2: έχουν τσάμπα αναψυκτικάL1: everything free in americaL2: όλα τσάμπα στην αμερικήL1: - first one's free L2: η πρώτη είναι τσάμπα
free.ADJ τζάμπα/τζάμπας/τζάμπο/τζάμπος Short phrases: (get, free), (work, free)
Words: okay, movie, shit, drink refill, meal, food, work
Examples L1: nothing is free ulrikL2: τίποτα δεν είναι τζάμπα ούλρικL1: everything's free this weekL2: 'oλα είvαι τζάμπα αυτή τη βδoμάδαL1: pro bono it's free L2: δηλαδή τζάμπα L1: free beer for everyoneL2: τζάμπα μπύρα για όλουςL1: it's ready it's free L2: είναι έτοιμο και είναι τζάμπα
free.ADJ διστάσει/διστάσω Short phrases: (last, meet), (give, arcee), (arcee, free), (hesitate, shoot) (chance, get), (please, feel), (feel, free)
Words: arcee, hesitate, ask, call please, feel
Examples L1: feel free to contributeL2: μη διστάσετε να συνεισφέρουνL1: feel free to do the sameL2: μη διστάσετε να κάνετε το ίδιοL1: feel free to drop my nameL2: διστάσετε να πέσει όνομά μουL1: - please feel free to callL2: - μη διστάσετε να μου τηλεφωνήσετεL1: feel free to take a tax deductionL2: μη διστάσεις να ζητήσεις μείωση φόρου
free.ADJ θέλησή Short phrases: (turn, celebrate), (agirllikemewouldnot, free), (one, force), (force, free) (apologise, accord), (firm, intention), (intention, take), (leave, free), (come, free)
Words: individual, leave, continue, agirllikemewouldnot
Examples L1: go of your own free willL2: πήγαινε με τη δική θέλησή σουL1: i came of my own free willL2: - με τη θέλησή μου ήρθαL1: i'm here of my own free willL2: με τη θέλησή μου ήρθαL1: everyone is here by their own free willL2: - ησυχία όλες είναι εδώ με τη θέλησή τουςL1: and you went of your own free willL2: και συμφωνήσατε με την ελεύθερη θέλησή σας
honorary.ADJ επίτιμος Short phrases: (police, officer), (make, honorary)
Words: become, pledge, officer, police president, deputy, chairman, make, member
Examples L1: you're the honorary chair
L2: είσαι ο επίτιμος πρόεδρος
L1: make you honorary chief
L2: θα γίνεις επίτιμος αρχηγός
L1: every honorary chair gets assistants
L2: κάθε επίτιμος πρόεδρος έχει βοηθούς
L1: we made him an honorary chief
L2: τον κάναμε επίτιμο αρχηγό
L1: i declare you an honorary truitt
L2: σε ονομάζω επίτιμο μέλος των τρούιτ
honorary.ADJ τιμητικό/τιμητικός Short phrases: (bar, mitzvah), (award, honorary)
Words: degree, position, title, present one, guard, doctorate, bar, mitzvah, award
Examples L1: an honorary jolly wrenchL2: μια τιμητική jolly κλειδίL1: your rank of lieutenant commander is honorary L2: ο βαθμός σου του πλοιάρχου είναι τιμητικός L1: and it's not some honorary thing eitherL2: και δεν είναι απλά κάτι τιμητικόL1: here he is conferring an honorary degree on richard nixonL2: εδώ απονέμει τιμητικό πτυχίο στον ρίτσαρντ νίξονL1: i have an honorary lifetime membership at the pussycat palaceL2: έχω τιμητική κάρτα μέλους στο στριπτιτζάδικο pussycat palace
wheel.NOUN τιμόνι Short phrases: (hold, wheel), (turn, wheel), (fall, asleep), (grab, wheel) (asleep, wheel), (hand, wheel), (steering, wheel), (take, wheel), (behind, wheel)
Words: hold, grab, asleep, hand steering, take, behind
Examples L1: hit the steering wheel
L2: πιάσε το τιμόνι
L1: i have the wheel
L2: έχω το τιμόνι
L1: damned tight this wheel
L2: πολύ σφιχτό αυτό το τιμόνι
L1: give me that wheel
L2: δώσε μου το τιμόνι
L1: grab the wheel yuji
L2: πιάσε το τιμόνι γιούτζι
wheel.NOUN τροχό/τροχός/τροχού Short phrases: (great, wheel), (chore, wheel), (invent, wheel), (spin, wheel)
Words: justice, attach, fire, chore invent, great, turn, fortune, spin
Examples L1: pop the wheels geniusL2: βάλε τους τροχούς ιδιοφυΐαL1: that's the tibetan wheel L2: είναι ο θιβετιανός τροχός L1: he broke a wheel L2: έσπασε ένας τροχός L1: being the fifth wheel L2: να είμαι ο πέμπτος τροχός της αμάξης L1: ragu the right wheel L2: ragu το δεξιό τροχό
wheel.NOUN ροδα/ρόδα/ροδάκιας/ρόδες Short phrases: (put, wheel), (house, wheel), (need, wheel), (two, wheel) (get, wheel), (ferris, wheel), (four, wheel), (training, wheel)
Words: train, come, put, two need, four, ferris, training
Examples L1: man 2 two wheels L2: στις δύο ρόδες L1: training wheels are offL2: οι βοηθητικές ρόδες βγήκανL1: stop the damn wheel L2: –σταμάτα τη ρόδα L1: spin the wheel pleaseL2: γύρισε τη ρόδα pleaseL1: the wheels are newishL2: οι ρόδες είναι σχεδόν καινούριες
blow.VERB άνεμος Short phrases: (♪, blow), (one, day), (wind, start), (wind, blow)
Words: high, breeze, day, around us, ♪, away, wind
Examples L1: the wind is blowing
L2: ο άνεμος φυσάει
L1: the wind blew her down
L2: την έριξε κάτω ο άνεμος
L1: ♬♬ blowing the wind ♬♬
L2: ~ φυσώντας ο άνεμος ~
L1: a northwest wind is blowing
L2: φυσάει βορειοδυτικός άνεμος
L1: ! it's wind drafts blowing
L2: είναι σχέδια άνεμος πνέει
blow.VERB φουσκώνω/φουσκώσω Short phrases: (like, balloon), (outside, blow), (go, blow), (wind, outside) (hand, blow)
Words: balloon, go, outside, air sail, even, cheek, hand
Examples L1: i blow up balloonsL2: φουσκώνω μπαλόνιαL1: blowing up balloons i thoughtL2: φουσκώνοντας μπαλόνια σκέφτηκαL1: i wanted him to blow up the balloonL2: επειδή ήθελα να μου φουσκώσει το μπαλόνιL1: ¶ blow them up like two balloons ¶L2: θα τα φουσκώσουν σα να 'ταν μπαλονάκιαL1: please tell me he's blowing up a manshaped balloonL2: σε παρακαλώ πες μου ότι φουσκώνει ένα μπαλόνι σε σχήμα άντρα
pen.NOUN πένα/πένες Short phrases: (tongue, pen), (stroke, pen), (dip, pen), (mighty, sword) (fountain, pen)
Words: company, stroke, tongue, sword poison, dip, mighty, fountain, ink
Examples L1: - pen and ink
L2: - πένα και μελάνι
L1: pick up your pens
L2: πιάστε τις πένες σας τώρα
L1: my ink pen please
L2: εκεί είναι την πένα μου παρακαλώ την πένα
L1: with a pen remember
L2: με πένα γίνεται θυμάσαι
L1: take up your pen
L2: πάρε την πένα σου
pen.NOUN στυλο/στυλό/στυλός Short phrases: (lend, pen), (get, pen), (use, pen), (got, pen) (drop, pen), (bring, pen)
Words: lend, go, keep, black drop, could, oh, give, find, write, get
Examples L1: somewhat fancy ballpoint pens L2: εξεζητημένα στυλό διαρκείας L1: a leaky fountain pen L2: ένα στυλό που τρέχει L1: that'll do a pen L2: ένα στυλό L1: - that's your pen L2: - είναι δικό σου το στυλό L1: then use a pen L2: τότε γράφε με στυλό
pen.NOUN στιλό Short phrases: (can, pen), (good, pen), (anybody, get), (son, pen) (want, pen), (well, lose), (say, like), (touch, pen)
Words: son, touch
Examples L1: paper and a pen L2: χαρτί και στιλό L1: well get a pen L2: - βρες ένα στιλό L1: okay here's a pen L2: εντάξει πάρε ένα στιλό L1: i should get a pen L2: πρέπει να φέρω ένα στιλό L1: do you have a pen L2: έχεις στιλό
pen.NOUN μολύβι Short phrases: (touch, pen), (pick, pen), (push, pen), (paper, pen) (printout, push)
Words: pad, pick, touch, push hey, printout, paper
Examples L1: you dropped your pens L2: σου πέσανε τα μολύβια L1: i'll go get a pen L2: πάω να πάρω ένα μολύβι L1: - put the fuckin' pen downL2: - 'ασε κάτω το μολύβιL1: don't stop the pen from movingL2: μη σταματάς το μολύβιL1: - could i borrow your pen pleaseL2: μπορώ να δανειστώ ένα μολύβι παρακαλώ
commit.VERB έγκλημας/έγκλημο Short phrases: (man, commit), (crime, commit)
Words: one, could, serious, suicide man, criminal, commit, act, murder, felony, crime
Examples L1: i've committed no crime
L2: δεν έχω διαπράξει κανένα έγκλημα
L1: you committed some crime
L2: διέπραξες κάποιο έγκλημα
L1: someone committed a crime
L2: κάποιος διέπραξε ένα έγκλημα
L1: i commit a crime
L2: έκανα κανά έγκλημα
L1: you're committing a crime
L2: διαπράττεται έγκλημα "
commit.VERB αφοσιωμένη/αφοσιωθώ Short phrases: (fully, commit), (really, commit), (fully, committed), (say, commit) (one, commit)
Words: fully, cause, work, really like, totally, people, family
Examples L1: he's committed himself to a very destructive course whatL2: έχει αφοσιωθεί σε έναν πολύ επικίνδυνο σκοπόL1: the united states is committed to defusing this situationL2: οι ηπα έχουν αφοσιωθεί στην εκτόνωση αυτής της κατάστασηςL1: at least he's ready to commit to a relationshipL2: τουλάχιστον αυτός είναι έτοιμος να αφοσιωθεί σε μία σχέσηL1: you are really committing to this whole surgery sextalk thing huhL2: είσαι πραγματικά αφοσιωμένη στην ιατρική σεξοκουβέντα έτσιL1: man 2 russia is also committed to stability in the regionL2: η ρωσία επίσης είναι αφοσιωμένη στη σταθερότητα της περιοχής
tunnel.NOUN τουνελ/τούνελ/τούνελ. Short phrases: (like, tunnel), (see, tunnel), (enter, tunnel), (secret, tunnel) (light, end), (get, tunnel), (go, tunnel), (end, tunnel), (dig, tunnel)
Words: go, get, see, light underground, secret, dig, end
Examples L1: there are no tunnels
L2: δεν υπάρχουν τούνελ
L1: the tunnel's breaking up
L2: το τούνελ διαλύεται
L1: those tunnels are real
L2: αυτά τα τούνελ υπάρχουν
L1: maybe find another tunnel
L2: ίσως υπάρχει και άλλο τούνελ
L1: the old sewer tunnel
L2: το παλιό τούνελ της αποχέτευσης
tunnel.NOUN σήραγγα/σήραγγες Short phrases: (dimensional, tunnel), (hit, tunnel), (wind, tunnel), (service, tunnel)
Words: underwater, near, way, come run, red, wind, hit, service, -, old
Examples L1: utility tunnels rocket siloL2: χρηστικές σήραγγες αναρροφητές ρουκέταςL1: the tunnel's insulating itL2: η σήραγγα την απομονώνειL1: these tunnels seem endlessL2: αυτές οι σήραγγες φαίνονται ατελείωτεςL1: the tunnelthe escape planeverythingL2: η σήραγγα το σχέδιο απόδρασης όλαL1: and then a tunnel L2: και μετά μια σήραγγα
tunnel.NOUN στοά Short phrases: (behind, lead), (lead, wall), (subway, tunnel), (time, tunnel) (say, tunnel), (long, tunnel), (follow, tunnel)
Words: support, long, time, say around, way
Examples L1: i've seen them in the tunnels L2: τους είδα στις στοές L1: begin with the tunnels under farpointL2: ξεκίνα με τις στοές κάτω από το φαρπόιντL1: its hidden tunnels its weaknesses its peopleL2: τις κρυφές στοές του τις αδυναμίες του τους ανθρώπους τουL1: suspect is running northbound in a tunnel towards 122L2: ο ύποπτος τρέχει βόρεια σε μία στοά προς την 122ηL1: found behind a tunnel that got sealed in 1948L2: βρέθηκε πίσω από μια στοά που σφραγίστηκε το 1948