Back to previous page
L1: EnglishL2: GreekRulesExamples
bone.NOUNοστά/οστή/οστήςShort phrases:
(make, bone), (clean, bone)


Words:
collect, sinew, separate, bury
scan, mark, tissue, still, structure, find, cancer, clean



L1: you're a bone gatherer
L2: είσαι συλλέκτρια οστών

L1: he collects dinosaur bones
L2: συλλέγει οστά δεινοσαύρων

L1: bones crack panting crying
L2: τα οστά ρωγμή λαχάνιασμα να φωνάξει

L1: are those finger bones
L2: είναι οστά από δάχτυλα

L1: - classifying old bones
L2: - η ταξινόμηση αρχαίων οστών

bone.NOUNοστικός/οστό/οστώ/οστόςShort phrases:
(human, bone), (pubic, bone), (frontal, bone), (flesh, bone)
(hyoid, bone)

Words:
skull, human, mass, pubic
loss, old, frontal, break, hyoid



L1: the bone is human
L2: το οστό είναι ανθρώπινο

L1: we're dreams and bones
L2: είμαστε όνειρα και οστά

L1: it was animal bone
L2: ήταν οστό ζώου

L1: it's a bone fragment
L2: - ένα κομμάτι οστού

L1: very healthy bone mass
L2: εξαιρετική οστική πυκνότητα

bone.NOUNμυελό/μυελόςShort phrases:
(give, bone), (marrow, biopsy), (need, bone)


Words:
match, aspiration, give, biopsy
donor, transplant, marrow



L1: you needed bone marrow
L2: χρειαζόσουν μυελό των οστών

L1: it's the bone marrow
L2: ο μυελός των οστών

L1: do a bone marrow aspiration
L2: κάντε μια βιοψία μυελού των οστών

L1: next was the bonemarrow aspiration
L2: μετά ήταν η παρακέντηση του μυελού των οστών

L1: it was bone marrow terminal
L2: καρκίνος στο τελικό στάδιο στον μυελό των οστών

bone.NOUNμπόω/μπόουν/μπόoυνς/μπόουνςShort phrases:
(come, bone), (right, bone), (okay, bone)


Words:
listen, say, talk, good
hey, look, right, think, go, get, -, know, come, okay



L1: billions of dollars bones
L2: δισεκατομμύρια δολάρια μπόουνς

L1: bones we should go
L2: - μπόουνς πρέπει να φύγουμε - κατανοώ την πρακτικότητα

L1: is that real bones
L2: είναι αληθινό μπόουνς

L1: - bones move aside
L2: - κάνε στην άκρη μπόουνς - όχι

L1: look at that bones
L2: κοίτα αυτό μπόουνς

bone.NOUNbonesShort phrases:
(raw, bloody), (watch, bone), (bloody, bone), (previously, bone)
(♪, bone)

Words:
name, ask, raw, watch
bloody, previously, ♪



L1: i don't need to hear this bones
L2: δεν χρειάζεται να το ακούσω αυτό bones

L1: bones come on we're having a good time here
L2: bones έλα περνάμε καλά εδώ

L1: bones 04x20 ** the cinderella in the cardboard **
L2: bones season 4 episode 20 the cinderella in the cardboard bones σαιζόν 4 επεισόδιο 20 η σταχτοπούτα στο χαρτόνι απόδοση διαλόγων

L1: @ there's a billion bones in my backyard @
L2: @ there's a billion bones in my backyard @

L1:bones 6x05 ♪ the bones that weren't original air date on november 4 2010
L2: bones season 6 episode 5

kneecap.NOUNεπιγονατίδαShort phrases:
(fractured, kneecap), (one, head), (say, bust), (true, break)
(go, break), (tibia, shoot)

Words:
fractured, lose, rib, go
-, like, impact, upon



L1: you broke your kneecap
L2: έσπασες την επιγονατίδα σου

L1: that fucker destroyed my kneecap
L2: αυτός ο λεχρίτης κατέστρεψε την επιγονατίδα μου

L1: she had an artificial kneecap
L2: είχε μια τεχνητή επιγονατίδα

L1: shut up you pretentious kneecap
L2: σκασε μπορείτε επιτηδευμένο επιγονατίδα

L1: oh my god is that a kneecap
L2: θεέ μου επιγονατίδα είναι αυτό

kneecap.NOUNγόνατοShort phrases:
(tickle, kneecap), (aim, kneecap), (move, shoot), (paycheck, kneecap)
(break, kneecap), (shoot, kneecap), (one, kneecap), (would, break)

Words:
bullet, tickle, crack, aim
paycheck, one, bust, break, would



L1: you got both kneecaps
L2: είναι εντάξει και τα δυο σου τα γόνατα

L1: let's begin with the kneecaps
L2: ας αρχίσουμε με τα γόνατα

L1: or it's your kneecap next
L2: αλλιώς το δικό σου γόνατο θα είναι το επόμενο

L1: pick a pick a kneecap huh
L2: διάλεξε ποιο γόνατο θες

L1: it was knocking against his kneecaps
L2: του έφτανε μέχρι τα γόνατα .

drag.VERBκουβάλησα/κουβάλησε/κουβαλήσωShort phrases:
(way, new), (dark, dungeon), (-so, drag), (way, bath)
(know, let), (us, home), (bad, drag), (reason, drag)

Words:
friend, reason, bad, dead
bed, sorry



L1: i'm sorry i dragged you into this
L2: λυπάμαι που σε κουβάλησα μαζί μου

L1: you dragged me halfway across the world
L2: με κουβάλησες στην άλλη άκρη του κόσμου

L1: i drag him over he has a beer
L2: τον κουβάλησα εδώ να πιει μπύρα

L1: you're going if i have to drag you
L2: θα πάτε ακόμα και αν πρέπει να σας κουβαλήσω

L1: - my idea you dragged me out here
L2: εσύ με κουβάλησες εδώ

drag.VERBσέρνει/σέρνω/σέρνομαιShort phrases:
(stop, drag)


Words:
child, thing, watch, every
old, life, across, along, see, stop, behind, foot, around



L1: you dragged your knee
L2: σέρνεις το γόνατο

L1: i'm not dragging her
L2: - δεν τη σέρνω

L1: don't let it drag
L2: μην την σέρνεις

L1: she drags her feet
L2: σέρνει τα πόδια της

L1: i'm being dragged somewhere
L2: με πηγαίνουν σέρνοντας κάπου

drag.VERBέσυρα/έσυραν/έσυρε/έσυροShort phrases:
(sorry, drag), (killer, drag), (someone, drag)


Words:
achilles, yeah, killer, somebody
well, body, someone



L1: dragged through these woods
L2: και την έσυρε μέσα στο δάσος

L1: besides why drag them
L2: και γιατί τα έσυρε

L1: probably from being dragged
L2: μάλλον τον έσυραν

L1: damn coyotes dragged her off
L2: τα καταραμένα τα κογιότ την έσυραν μακριά

L1: that small person dragged somebody
L2: - αυτή η μικροκαμωμένη έσυρε κάποιον

drag.VERBσύρατε/σύρε/σύρει/σύρωShort phrases:
(even, drag), (let, drag), (could, drag), (try, drag)
(go, drag)

Words:
let, name, want, try
go, could, back



L1: drag that fairy out
L2: σύρε έξω την αδερφή

L1: drag me into what
L2: σύρετε μου σε τι

L1: drag him under the truck
L2: σύρε τον κάτω απ' το φορτηγό

L1: let's not drag it up again
L2: ας μην το σύρετε και πάλι

L1: don't drag them along with you
L2: μην σύρεις κι αυτούς μαζί σου

drag.VERBπαρασύρει/παρασύρωShort phrases:
(whole, family), (try, drag), (never, drag), (want, drag)


Words:
else, try, never, want
family, let



L1: to drag us across
L2: να μας παρασύρει στην άλλη όχθη

L1: it keeps dragging you away
L2: σε παρασύρει συνέχεια

L1: he's just gonna drag you down
L2: θα σε παρασύρει

L1: i'll drag you down with me
L2: θα σε παρασύρω μαζί μου τ' ορκίζομαι στο θεό θα το κάνω

L1: the past always drags you down
L2: το παρελθόν σε παρασύρει

drag.VERBσύρθηκε/συρθώShort phrases:
(victim, drag), (get, drag), (must, drag), (look, like)
(across, floor), (body, drag)

Words:
floor, wood, must, victim
something



L1: drag marks here and here
L2: μοιάζει σαν κάποιος να σύρθηκε προς τα εδώ κι εδώ

L1: sam was dragged before callen
L2: ο σαμ σύρθηκε μπροστά στον κάλεν

L1: they parallel the dragging body and
L2: είναι παράλληλες στην κατεύθυνση που σύρθηκε το πτώμα

L1: victim was shot mutilated and dragged
L2: το θύμα πυροβολήθηκε ακρωτηριάστηκε και σύρθηκε

L1: okaythe rape victim o was dragged
L2: λοιπόν το θύμα βιασμού σύρθηκε

drag.VERBέσερναν/έσερνεShort phrases:
(say, drag), (wife, drag), (far, drag), (left, leg)
(leg, try), (around, world), (mother, drag), (use, drag), (would, drag)

Words:
mother, left, owner, time
leg, around, use, would



L1: more like hit and drag
L2: - μάλλον σαν να τον έσερναν

L1: he dragged me along the ground
L2: μ' έσερνε στο έδαφος

L1: he was dragging a woman with him
L2: έσερνε μια γυναίκα μαζί του

L1: looks like somebody was dragging something down the stairs
L2: φαίνεται πως κάποιος έσερνε κάτι κάτω στις σκάλες

L1: i saw them being dragged away through the hot springs
L2: τους είδα που τους έσερναν μέσα από τις θερμοπηγές

drag.VERBτραβολογά/τραβολογώShort phrases:
(jason, drag), (africa, go), (go, ivory), (wood, tonight)
(art, gallery), (back, art), (central, park), (right, drag), (minute, right)

Words:
jason, must, poor, another
bastard, around



L1: you dragged me around while saying sorry too
L2: με τραβολογάς παντού κάνοντας ότι θέλεις και λέγοντας πάντα συγγνώμη

L1: i was dragged around by sean my generationsomethingelse date
L2: ο σων το ραντεβού της άλλης δεκαετίας με τραβολογούσε παντού

L1: he used to drag that doll aroundcalling it his sister
L2: τραβολογούσε την κούκλα παντού και την έλεγε αδελφή του

L1: why are you dragging us off to this deserted palace
L2: γιατί μας τραβολογάς σ΄αυτό το έρημο ανάκτορο

L1: i didn't have him drag you in the first time
L2: δεν το έβαλα εγώ να σε τραβολογάει ούτε την πρώτη φορά .

suit.NOUNταγιέρShort phrases:
(business, suit), (skirt, suit), (chanel, suit), (gray, suit)
(woman, suit)

Words:
business, woman, blazer, skirt
chanel, fantastic, mine, gray



L1: that's a pretty suit
L2: ωραίο ταγιέρ

L1: armani skirt suit midheel pumps tasteful cleavage
L2: με ταγιέρ αρμάνι ψηλοτάκουνα και βαθύ ντεκολτέ

L1: i need like a sweat suit or something
L2: - χρειάζομαι κάτι σε ταγιέρ

L1: you know it's saturday you're wearing a suit and
L2: ξέρεις είναι σάββατο κι εσύ φοράς ταγιέρ και

L1: you're ruining a 900 suit my dad gave me
L2: καταστρέφεις το ακριβό ταγιέρ που μου χάρισε ο πατέρας μου

suit.NOUNστολόςShort phrases:
(get, get), (bomb, suit), (wear, bomb), (space, suit)
(hazmat, suit)

Words:
acid, us, save, bomb
space, need, -, hazmat, mask



L1: god these suits weigh a ton
L2: βαριές αυτές οι στολές

L1: how much urine do these suits hold
L2: πόσα ούρα μπορούν να κρατήσουν αυτες οι στολές

L1: you know how powerful these suits are
L2: ξέρεις πόσο ισχυρές είναι αυτές οι στολές

L1: some of them aren't wearing hazmat suits
L2: - κάποιοι δεν φοράνε στολές

L1: space suits were stored in those sections
L2: οι στολές διαστήματος ήταν εκεί αποθηκευμένες

autopsy.NOUNαυτοψία/αυτοψίας/αυτοψίεShort phrases:
(full, autopsy), (determine, whether), (psychological, autopsy)


Words:
start, full, complete, determine
whether, body, -, psychological, conduct, autopsy, perform



L1: we've almost finished the autopsies
L2: σχεδόν τελειώσαμε με τις αυτοψίες κυβερνήτη

L1: - he'll be handling the autopsies
L2: - θα κάνει εκείνος τις αυτοψίες

L1: you said the psychological autopsy was inconclusive
L2: είπες ότι η ψυχολογική αυτοψία δεν οδήγησε σε συμπεράσματα

L1: fyimy malpractice insurance doesn't cover alien autopsies
L2: απλά για να ξέρεις η ασφάλειά μου δεν καλύπτει αυτοψίες εξωγήινων

L1: i perform hundreds of autopsies a year
L2: εκτελώ εκατοντάδες αυτοψίες κάθε χρόνο

autopsy.NOUNνεκροψίαShort phrases:
(know, autopsy), (want, autopsy), (confirm, venom), (venom, deadly)
(dead, rose), (rose, slasher), (somebody, whose)

Words:
day, police, ill, go
know, dead, somebody, whose



L1: how did their autopsies go
L2: πώς πάνε οι νεκροψίες τους ;

L1: what did the autopsies show
L2: τί έδειξε η νεκροψία

L1: we doing autopsies in here now
L2: - κάνουμε νεκροψίες εδώ τώρα

L1: i basically created a virtual autopsy
L2: - βασικά έφτιαξα μια εικονική νεκροψία

L1: sure it will make you super autopsies
L2: σίγουρα θα σου κάνει εκπληκτικές νεκροψίες

absolution.NOUNαμαρτίαShort phrases:
(want, absolution), (come, absolution), (receive, absolution), (ask, absolution)
(deserve, absolution), (get, absolution)

Words:
absolution, want, receive, deserve
ask, meet, get



L1: i gave him absolution
L2: του έδωσα άφεση αμαρτιών

L1: it's too late for absolution
L2: θα είναι πολύ αργά για άφεση αμαρτιών

L1: all i want is absolution
L2: το μόνο που θέλω είναι άφεση αμαρτιών

L1: the vicar gave her absolution
L2: ο εφημέριος της έδωσε άφεση αμαρτιών

L1: then i cannot give you absolution
L2: δεν μπορώ να σου δώσω άφεση αμαρτιών

absolution.NOUNάφεσηShort phrases:
(afraid, absolution), (give, absolution), (grant, absolution)


Words:
even, offer, may, sin
grant



L1: absolution is the only way
L2: h άφεση εívαι η μóvη oδóς

L1: you must grant him absolution
L2: πρέπει να του δώσεις άφεση

L1: to continue i need your absolution
L2: για να συνεχίσω χρειάζομαι άφεση αμαρτιών από σένα

L1: - quickly and i will give you absolution
L2: - γρήγορα ώστε να σου δώσω άφεση

L1: an absolution that will bring honour to this country
L2: μία άφεση αμαρτιών που θα φέρει τιμή σ' αυτή τη χώρα

tie.NOUNγραβάτα/γραβάτοςShort phrases:
(tie, tie), (take, tie), (give, tie), (put, tie)
(suit, tie), (wear, tie)

Words:
look, take, put, fix
nice, shirt, like, give, suit, wear



L1: your tie and shoelaces
L2: ορίστε η γραβάτα και τα κορδόνια σας

L1: i love this tie
L2: λατρεύω αυτή τη γραβάτα

L1: i like that tie
L2: - μου αρέσει η γραβάτα

L1: he hated fuckin' ties
L2: τις μισούσε τις γραβάτες να πάρει

L1: that's a pretty tie
L2: ωραία γραβάτα

tie.NOUNπαπιγιόνShort phrases:
(look, room), (fall, sauce), (okay, lose), (change, tie)
(body, wear), (white, tie), (say, tie), (bow, tie)

Words:
fall, change, white, little
bow



L1: bow ties are cool
L2: τα παπιγιόν τα σπάνε

L1: he's wearing a bow tie
L2: φοράει παπιγιόν

L1: my what a nice tie
L2: θεέ μου τι όμορφο παπιγιόν

L1: i like your bow tie
L2: μου αρέσει το παπιγιόν σου

L1: - my tie's falling apart
L2: - το παπιγιόν μου χάλασε

tie.NOUNισοπαλίαShort phrases:
(happen, tie), (right, tie), (always, tie), (maybe, tie)
(lt, tie), (break, tie), (a, tie), (call, tie)

Words:
paige, lt, score, go
game, call



L1: there are no ties
L2: δεν έχει ισοπαλίες

L1: never mind the tie
L2: δεν πειράζει την ισοπαλία

L1: see it's a tie
L2: ισοπαλία χάσαμε και οι δύο

L1: it's a tie then
L2: είμαστε ισοπαλία τότε

L1: we have a tie
L2: έχουμε ισοπαλία

tie.NOUNδεσμά/δεσμό/δεσμός/δεσμούShort phrases:
(break, tie), (blood, tie), (close, tie), (strong, tie)
(sever, tie), (family, tie), (cut, tie)

Words:
mob, community, break, blood
close, strong, sever, bind, family, cut



L1: well a tie here
L2: καλά ένα δεσμό εδώ

L1: ties that hold things
L2: δεσμούς που κρατούν τα πράγματα

L1: no ties tangle free
L2: χωρίς δεσμούς ελεύθερο μπλέξιμο

L1: to ties that bind us
L2: με δεσμά που μας ενώνουν

L1: henceforth our ties are broken
L2: από εδώ και μπρος οι δεσμοί μας κόβονται

break.VERBταπίShort phrases:
(go, job), (say, break), (kind, break), (force, man)
(man, something), (pretty, break), (think, say)

Words:
yeah, well, kind, force
pretty, day



L1: i hate being broke
L2: - δεν μου αρέσει που είμαι ταπί

L1: - are you broke
L2: είσαι ταπί ήδη

L1: why is she broke
L2: γιατί είναι ταπί

L1: we are so goddamned broke
L2: είμαστε ταπί

L1: you've been broke before sir
L2: ΄εχετε ξαναμείνει ταπί

break.VERBξέσπασαν/ξέσπασε/ξεσπάσω/ξεσπώShort phrases:
(riot, break), (hell, break), (fight, break), (fire, break)
(war, break)

Words:
riot, storm, hell, fight
loose, fire, war



L1: civil war breaks out
L2: ο εμφύλιος πόλεμος ξεσπά

L1: freedom has broken out
L2: η ελευθερία έχει ξεσπάσει

L1: an argument breaks out
L2: ξεσπάει μία διαφωνία

L1: we must break through
L2: πρέπει να ξεσπάσουμε

L1: - will break loose
L2: - που θα ξεσπάσει

break.VERBλυγίσω/λυγίζωShort phrases:
(could, break), (bend, break)


Words:
go, easy, may, spirit
us, could, let, bend



L1: but everybody breaks eventually
L2: αλλά όλοι λυγίζουν τελικά

L1: she'll try to break you
L2: θα προσπαθήσει να μας λυγίσει

L1: hey this won't break him
L2: δεν θα λυγίσει εντάξει

L1: - but everyone breaks eventually
L2: - όμως όλοι λυγίζουν στο τέλος

L1: they're breaking into his mind
L2: λυγίζουν το μυαλό του

break.VERBράγομαιShort phrases:
(still, break), (like, heart), (lot, heart), (break, heart)


Words:
fracture, little, still, lot
heart



L1: she broke your heart
L2: σου ράγισε την καρδιά

L1: your heart is broken
L2: χωρίς να σε νοιάζει πόσες φορές ράγισε η καρδιά σου

L1: anastasia broke my heart
L2: - η αναστασία μου ράγισε την καρδιά

L1: i broke your heart
L2: εγώ σου ράγισα την καρδιά

L1: broke my heart steve
L2: μου ράγισες την καρδιά στηβ

break.VERBδιέλυσε/διέλυσεςShort phrases:
(long, ago), (parent, marriage), (police, break)


Words:
relationship, friend, fix, wedding
parent, marriage, family, engagement



L1: it's broke as fuck
L2: διέλυσε τελείως

L1: he broke it off
L2: αυτός τον διέλυσε

L1: who broke it off
L2: ποιος διέλυσε τον δεσμό

L1: she broke him conrad
L2: τον διέλυσε κόνραντ

L1: when donny broke it off
L2: και ο ντόνι ήταν που το διέλυσε

break.VERBδιέρρηξα/διέρρηξαν/διέρρηξε/διέρρηξεςShort phrases:
(one, break), (somebody, break), (someone, break)


Words:
locker, safe, night, lab
somebody, car, someone, apartment, office, house



L1: broke into my house
L2: διέρρηξε το σπίτι μου

L1: and broke in again
L2: και τη διέρρηξες ξανά

L1: did you break in
L2: εσύ το διέρρηξες

L1: i broke a safe
L2: διέρρηξα ένα χρηματοκιβώτιο

L1: who broke into lucy
L2: ποιος διέρρηξε την λούση

break.VERBάφραγκο/άφραγκοςShort phrases:
(story, yeah), (go, lonesome), (ex, break), (damn, break)
(romantic, break), (find, romantic), (well, brain), (brain, break), ("thinkwere", break), (pull, break), (everybody, break)

Words:
besides, thinkwere, leave, everybody




L1: me broke you know rasta
L2: ξέρεις είμαι άφραγκος rasta

L1: can you believe i'm broke already
L2: το πιστεύεις ότι είμαι ήδη άφραγκος

L1: it can't happen i'm shit broke
L2: δεν μπορεί να γίνει γιατί είμαι άφραγκος

L1: it's no secret you're broke lovecraft
L2: όλοι ξέρουν ότι είσαι άφραγκος

L1: like martha stewart broke or mc hammer broke
L2: λίγο ή πολύ άφραγκος

break.VERBπαρανομήσω/παρέβη/παρέβηκαShort phrases:
(never, break), (first, rule), (know, break), (one, rule)
(vow, break)

Words:
one, oath, commandment, vow
rule, law



L1: i broke the law
L2: παρέβηκα τον νόμο

L1: he broke the law jason
L2: παρέβη το νόμο τζέισον

L1: sofia pena broke the rules
L2: η σοφία πένια παρέβη τους κανόνες

L1: first broke my rule yesterday
L2: πρώτα παρέβης τον κανόνα μου χθες

L1: make them break their rules
L2: τους ανάγκασες να παρανομήσουν

break.VERBνεράShort phrases:
(think, get), (element--, break), (people, element--), (never, let)
(may, thing), (soften, begin), (story, get), (get, water), (think, water), (water, go), (water, break)

Words:
element--, water




L1: my waters have broken
L2: έσπασαν τα νερά μου

L1: look her water broke
L2: έσπασαν τα νερά γεννάει τώρα

L1: you've broken your waters
L2: έσπασαν τα νερά

L1: clarice's water just broke
L2: τα νερά της κλαρίς έσπασαν

L1: my water just broke
L2: μόλις σπάσανε τα νερά μου

break.VERBαπένταρο/απένταροςShort phrases:
(million, go), (leave, break)


Words:
arthur, erich, like, even
broker, broke, hungry, leave, would



L1: - i was broke
L2: ήμουν απένταρος

L1: they are stone broke
L2: είναι απένταροι α

L1: i thought you were broke
L2: νόμιζα ότι ήσουν απένταρος

L1: - i've been broke before
L2: - κι άλλες φορές ήμουν απένταρος

L1: we were broke hat broke
L2: ειμασταν απένταροι τελείως απένταροι

break.VERBδιαλύθηκεShort phrases:
(alliance, break), (year, ago), (group, break), (engagement, break)
(marriage, break), (band, break)

Words:
immediately, alliance, old, group
band, apart, marriage



L1: my marriage just broke up
L2: ο γάμος μου μόλις διαλύθηκε

L1: that 'n sync broke up
L2: - και το συγκρότημα nsync που διαλύθηκε

L1: my heart broke for you
L2: η καρδιά μου διαλύθηκε για σένα

L1: you come from a broken home
L2: διαλύθηκε η οικογένειά σου

L1: satrina's army sure broke up quickly
L2: ο στρατός της σατρίνας διαλύθηκε πολύ γρήγορα

break.VERBδιαρρήξει/διαρρήξω/διαρρήζωShort phrases:
(help, break), (could, break), (house, steal), (house, break)
(want, break), (try, break)

Words:
use, place, go, office
want, try, enter



L1: it's already broken in
L2: το έχουν ήδη διαρρήξει

L1: breaking into a school
L2: να διαρρήξει το σχολείο

L1: you mean breaking in here
L2: εννοείς να διαρρήξουμε το μέρος

L1: i'm not gonna break in
L2: δεν θα το διαρρήξω

L1: it's better than breaking in
L2: είναι καλύτερο από το να το διαρρήξουμε

break.VERBεισβάλλει/εισβάλλω/εισβάλωShort phrases:
(convict, break), (old, lady), (house, take), (wanna, break)


Words:
onto, person, room, bank
house, computer, wanna, catch



L1: nobody said anything about breaking in
L2: κανείς δεν είπε τίποτα για να εισβάλουμε

L1: masked intruders break into the beroldy home
L2: μασκοφόροι ληστές εισβάλουν στο σπίτι των μπερόλντι

L1: we're talking about breaking into a police station
L2: λέμε να εισβάλλουμε σε αστυνομικό τμήμα

L1: picked a bad day to break into my world
L2: διάλεξες τη λάθος μέρα για να εισβάλλεις στον κόσμο μου

L1: now why are you breaking in to my quarters
L2: λοιπόν γιατί εισβάλλεις στα χωράφια μου

break.VERBμπούκαρε/μπουκάρει/μπουκάρωShort phrases:
(cop, break), (house, burn), (somebody, break), (house, kill)


Words:
decide, stranger, somebody, people
place



L1: you can't just break in
L2: - δεν μπορείς να μπουκάρεις έτσι

L1: maybe you should just break in
L2: μήπως να μπουκάρεις μέσα

L1: he's broken into a city access tunnel
L2: μπούκαρε σ' ένα τούνελ πρόσβασης της πόλης

L1: now you break into the wrong house
L2: μετά μπουκάρεις σε λάθος σπίτι

L1: what were you doing breaking into kallus's office
L2: για ποιο λόγο μπούκαρες στο γραφείο του κάλους

break.VERBδραπέτευσε/δραπετεύσωShort phrases:
(salazar, prison), (forth, grave), (grave, eternally)


Words:
bauer, forth, escape, morning
salazar, prison, jail, free



L1: he didn't break out
L2: δεν δραπέτευσε μόνος του

L1: who'll break salazar out
L2: ποιος θα τον βοηθήσει να δραπετεύσει

L1: we could try breaking out
L2: μπορούμε να προσπαθήσουμε να δραπετεύσουμε

L1: broke away learned to fly
L2: δραπέτευσε έμαθε να πετάει

L1: he broke out to see me brian
L2: δραπέτευσε για να έρθει να με δει μπράιαν

break.VERBεισέβαλαν/εισέβαλε/εισέβαλλεShort phrases:
(assailant, break), (employee, break), (take, time), (apartment, take)
(last, night), (warehouse, release), (nick, break), (man, break)

Words:
assailant, employee, kill, warehouse
nick, man



L1: he didn't break in mom
L2: δεν εισέβαλε μαμά

L1: he broke out not in
L2: απέδρασε δεν εισέβαλλε

L1: he broke into my compartment
L2: εισέβαλε στο βαγόνι μου

L1: he broke into the isea
L2: εισέβαλε στην δυεδ

L1: someone broke into the dig
L2: κάποιος εισέβαλε στην ανασκαφή

break.VERBέκτακτα/έκτακτοςShort phrases:
(clear, break), (news, zit), (zit, break), (bring, break)


Words:
zit, coverage, programming, john
story, bring, news



L1: we have breaking news
L2: έχουμε έκτακτα νέα ότι

L1: got some breaking news
L2: έχω έκτακτα νέα

L1: this is breaking news
L2: έχουμε έκτακτο δελτίο

L1: the breaking news at the moment
L2: έκτακτο δελτίο

L1: - when are we breaking in
L2: - πότε βγάζουμε έκτακτο

break.VERBσπάμε/σπάνεShort phrases:
(thing, break), (condom, break), (bone, break)


Words:
window, code, bond, condom
glass, easy, sometimes, leg, ball, bone, thing



L1: they're breaking my place
L2: μου σπάνε το μαγαζί

L1: they break peoples' legs
L2: αυτοί σπάνε τα πόδια των ανθρώπων

L1: hands break feet don't
L2: το χέρια σπάνε τα πόδια όχι

L1: - break your balls
L2: σου σπάνε τ' αρχίδια

L1: united to break metal
L2: ενωμένη σπάνε κόκαλα

break.VERBbreakingShort phrases:
(stop, talk), (bad, wire), (season, break), (good, show)
(bad, good), (watch, break)

Words:
*, enter, ♪, stop
season, watch, bad



L1: * breaking the rules
L2: * breaking the rules

L1: my breaking bad season five
L2: η δική μου εκδοχή της 5ης σεζόν του breaking bad

L1: previously on amc's breaking bad
L2: στα προηγούμενα επεισόδια του breaking bad

L1: don't say anything about breaking bad
L2: μην πεις τίποτα για το breaking bad

L1: why is it breaking your heart
L2: why is it breaking your heart

pyjama.NOUNπιτζάμα/πιτζάμεςShort phrases:
(still, pyjama), (spencer, pyjama), (forget, pyjama), (help, pyjama)
(give, pyjama), (nice, pyjama), (wear, pyjama)

Words:
still, spencer, forget, old
-, give, pyjama, wear



L1: soyou need pyjamas hygienic items
L2: λοιπόνθα χρειαστείτε πιτζάμες είδη υγιεινής

L1: - these pyjamas aren't helping
L2: - οι πιτζάμες δεν βοηθούν

L1: eh he sleeps in pyjamas
L2: φοράει πιτζάμες

L1: you traded rags for silk pyjamas
L2: αντάλλαξες κουρέλια με μεταξωτές πιτζάμες

L1: - i'm wearing my pyjamas jane
L2: - φοράω τις πιτζάμες μου τζέιν

pyjama.NOUNπυτζάμα/πυτζάμεςShort phrases:
(find, pyjama), (see, pyjama), (pair, pyjama), (expect, wear)
(take, great), (great, personal), (arrange, get)

Words:
find, even, come, pair
long, shirt, yellow, bottom, transparent



L1: here are your pyjamas
L2: να οι πυτζάμες σας

L1: oh hello sexy pyjamas
L2: σέξι πυτζάμες

L1: pyjamas in the shower now
L2: με τις πυτζάμες στο ντους

L1: and those are my pyjamas
L2: και αυτές είναι οι πυτζάμες μου

L1: now get your pyjamas on
L2: τώρα φόρα τις πυτζάμες σου

railing.NOUNκιγκλίδωμα/κιγκλίδωμοςShort phrases:
(put, railing), (get, railing), (climb, railing), (try, grab)
(see, jump), (uh, railing), (joanie, get), (watch, procession), (procession, pass), (first, time), (like, first)

Words:
break, put, right, get
uh, like



L1: there's no railing here
L2: δεν υπάρχει κιγκλίδωμα εδώ

L1: i just want a railing
L2: απλά θέλω ένα κιγκλίδωμα ξέρεις

L1: we're supposed to hold the railings
L2: πρέπει να κρατάμε το κιγκλίδωμα

L1: prue get away from the railing
L2: φύγε από το κιγκλίδωμα

L1: that's why you have the railing so they don't fall
L2: αυτός είναι ο λόγος που έχετε το κιγκλίδωμα έτσι ώστε να μην πέφτουν

railing.NOUNκάγκελα/κάγκελοShort phrases:
(tie, railing), (toss, railing), (shoot, toss), (watch, railing)
(grab, railing), (lean, railing), (paint, railing)

Words:
paint, try, give, come
lean, grab, railing



L1: this railing was handcarved mahogany
L2: αυτά τα κάγκελα σκαλίστικαν στο χέρι και είναι από ερυθρόξυλο

L1: that's for canvases not railings not only that
L2: είναι για πίνακες όχι κάγκελα

L1: she climbed over the railing to get away from you
L2: σκαρφάλωσε στο κάγκελο για να απομακρυνθεί από εσένα

L1: now didn't the bishop want us to chain ourselves to the railings
L2: τώρα δεν ήθελε ο επίσκοπος να δεθούμε στα κάγκελα

L1: he uh he chased her down and then he got up against the railing like this
L2: την κυνήγησε ως εδώ και μετά ανέβηκε εδώ πάνω στα κάγκελα κάπως έτσι

modesty.NOUNσεμνότηταShort phrases:
(virtue, modesty), (well, modesty), (need, false), (will, modesty)
(teach, little), (stupid, modesty)

Words:
virtue, need, say, well
take, reasonableness, would, allow, stupid



L1: someone of such modesty
L2: τόση σεμνότητα

L1: now now no modesty
L2: άσε τις σεμνότητες

L1: - nope modesty went punk
L2: - όχι η σεμνότητα έγινε punk

L1: let them wear just enough for modesty
L2: να φοράνε μόνο ότι απαιτεί η σεμνότητα

L1: this is no time for modesty or doubt
L2: δεν είναι ώρα για σεμνότητα ή αμφιβολία

modesty.NOUNμετριοφροσύνηShort phrases:
(hard, work), (certainly, come), (come, pleasant), (false, modesty)


Words:
hard, integrity, woman, let
come, certainly, false, modesty



L1: - your modesty becomes you
L2: η μετριοφροσύνη σου είναι το κάτι άλλο

L1: your modesty is very touching gabriel
L2: η μετριοφροσύνη σου είναι συγκινητική γκάμπριελ

L1: a little modesty might suit you better
L2: λίγη μετριοφροσύνη δε θα έβλαπτε

L1: you're gonna work on your modesty now
L2: καιρός να δουλέ ψουμε λίγο την μετριοφροσύνη σου

L1: you know this false modesty is getting a little bit old ilene
L2: το κόλπο της ψεύτικης μετριοφροσύνης πάλιωσε αϊλίν

genius.NOUNπανέξυπνε/πανέξυπνη/πανέξυπνοςShort phrases:
(idea, get), (right, genius), (plan, genius), (go, genius)
(actually, genius), (pretty, genius)

Words:
get, bro, sign, yeah
okay, pretty, plan, actually, idea



L1: that's a genius move
L2: - αυτό είναι πανέξυπνο

L1: thanks geniuses shut up
L2: - ευχαριστώ πανέξυπνοι

L1: yeah pretty genius right
L2: δεν είναι πανέξυπνο

L1: you are a genius
L2: εισαι πανέξυπνη

L1: mom this is genius
L2: μαμά αυτό είναι πανέξυπνο

genius.NOUNευφυΐαShort phrases:
(paint, masterpiece), (touch, genius), (tech, genius), (see, genius)
(sure, genius), (take, genius)

Words:
take, touch, big, tech
evil, grant, would



L1: he was a genius
L2: ήταν ευφυΐα

L1: ashley you're a genius
L2: 'ασλεη είσαι ευφυΐα

L1: you're a damn genius baby
L2: είσαι ευφυΐα

L1: do you want to know his genius
L2: θέλεις να γνωρίσεις την ευφυΐα του

L1: you're supposed to be a technological genius
L2: υποτίθεται πως είσαι τεχνολογική ευφυΐα

genius.NOUNδιάνοια/διάνοιες/διάνοιοςShort phrases:
(great, genius), (tell, genius), (know, genius), (little, genius)


Words:
never, computer, figure, man
-, like, genius



L1: you're a real genius
L2: καλά είσαι διάνοια

L1: let's hear it genius
L2: ακούω διάνοια

L1: marge you're a genius
L2: - είσαι διάνοια

L1: - you're a genius
L2: είσαι διάνοια

L1: these guys are genius
L2: αυτοί οι τύποι είναι διάνοιες

inch.NOUNσπιθαμήShort phrases:
(go, every), (cover, every), (know, every), (comb, every)
(want, every), (search, every), (every, inch)

Words:
know, floor, check, comb
want, place, search, every



L1: slowly inch at a time
L2: σίγασιγάμια σπιθαμή τη φορά

L1: he knows every inch of this place
L2: γνωρίζει κάθε σπιθαμή του δάσους

L1: i've searched every inch of this area
L2: έχω ψάξει κάθε σπιθαμή αυτής της περιοχής

L1: and she never budged an inch for anybody
L2: και δεν έκανε πίσω ούτε σπιθαμή για κανέναν

L1: we have scoured every inch of the galley
L2: ψάξαμε κάθε σπιθαμή του εστιατορίου

inch.NOUNίντσα/ιντσή/ίντσεςShort phrases:
(20, inch), (need, every), (12, inch), (nine, inch)


Words:
high, use, #, long
top, 3, nine, -, foot, thick, 12, 20, steel



L1: 12 inches a day
L2: - 18 ίντσες την μέρα 45 εκατοστά

L1: destination nine inches ahead
L2: προορισμός εννέα ίντσες μπροστά

L1: 65 inches of stitching
L2: 65 ίντσες ραμμάτων

L1: you're eight inches short
L2: λείπουν 8 ίντσες

L1: - 28 inches baby
L2: - 28 ίντσες μωρό μου

inch.NOUNεκατοστό/εκατοστώ/εκατοστόςShort phrases:
(get, one), (one, inch), (per, square), (move, inch)
(square, inch)

Words:
diameter, go, property, head
another, square, give, one, every, per, move



L1: apparently not every inch
L2: προφανώς όχι κάθε εκατοστό

L1: but every inch is precious
L2: κάθε εκατοστό είναι πολύτιμο

L1: every bloody inch of you
L2: κάθε εκατοστό του κορμιού σου

L1: carbon steel six inches long
L2: ατσάλινος μήκους 15 εκατοστών

L1: he never moves an inch
L2: - όχι ούτε εκατοστό

inch.NOUNπόντο/πόντος/πόντου/πόντουςShort phrases:
(4, inch), (six, inch), (half, inch), (three, inch)
(eight, inch)

Words:
heel, leg, must, three
water, body, tall, grow, eight



L1: inches a couple inches
L2: πόντους πέντε πόντους

L1: an inch too low
L2: δυόμισι πόντους χαμηλότερα απ' όσο έπρεπε

L1: 382 yards 18 inches
L2: 350 μέτρα 457 πόντοι

L1: there's inches separating their tires
L2: μόλις λίγοι πόντοι χωρίζουν τις ρόδες τους

L1: - someone 8 inches tall
L2: κάποιος ύψους 24 πόντων

firecracker.NOUNπυροτέχνημας/πυροτεχνήματο/πυροτέχνημοShort phrases:
(little, firecracker), (like, firecracker), (garage, know)


Words:
firecracker, hand, little, make
like, back, christmas, real, old, ever, big, toby



L1: why do i hear firecrackers
L2: γιατί ακούω πυροτεχνήματα

L1: what did you use firecrackers
L2: τι έβαλες πυροτέχνημα

L1: you know those aren't firecrackers
L2: το ξέρεις ότι αυτά δεν είναι πυροτεχνήματα

L1: we've got the chinese firecracker
L2: εμείς έχουμε το κινεζικό πυροτέχνημα

L1: hey can i have a firecracker
L2: έχετε κανένα πυροτέχνημα

firecracker.NOUNκροτίδαShort phrases:
(kill, danny), (play, firecracker), (set, firecracker), (think, firecracker)
(get, firecracker), (throw, firecracker)

Words:
play, get, set, backyard
think, drop, throw



L1: firecrackers worth 600 tomans
L2: κροτίδες που κοστίζουν 600 τομάνς

L1: they threw firecrackers at my head firecrackers
L2: έριχναν κροτίδες στο κεφάλι μου

L1: i'm sending evac with a few firecrackers
L2: στέλνω εκκένωσαν με λίγες κροτίδες

L1: i loved to make my own firecrackers cherry bombs ladyfingers
L2: μου άρεσε να φτιάχνω πυροτεχνήματα κροτίδες

L1: did you put firecrackers in his head just for me
L2: έβαλες κροτίδες στο κεφάλι του για χάρη μου

bill.NOUNνόμος/νομοσχέδιο/νομοσχεδίοShort phrases:
(support, bill), (energy, bill), (pass, bill)


Words:
house, education, propose, introduce
law, vote, energy, sign, push, would, support, pass



L1: it's a hotel bill
L2: είναι ένα νομοσχέδιο το ξενοδοχείο

L1: i want this bill
L2: θέλω αυτό το νομοσχέδιο

L1: it was my bill
L2: ήταν δικό μου νομοσχέδιο

L1: the antidrug bill right
L2: tο νομοσχέδιο καταπολέμησης ναρκωτικών σωστά

L1: the bill you've submitted
L2: ο νόμος που εισήγαγες

bill.NOUNλογαριασμο/λογαριασμός/λογαριασμού/λογαριασμούςShort phrases:
(credit, card), (utility, bill), (hospital, bill), (medical, bill)
(phone, bill), (pay, bill)

Words:
pile, unpaid, lot, utility
hospital, come, credit, medical, phone, pay



L1: even your dressmakers' bills
L2: ακόμα και τους λογαριασμούς από τις μοδίστρες σου

L1: - you've got bills
L2: - έχεις λογαριασμούς

L1: work people bills people
L2: - δουλειά λογαριασμοί

L1: gotta pay the bills
L2: - οι λογαριασμοί τρέχουν

L1: they weren't bills man
L2: δεν ήταν λογαριασμοί

bill.NOUNχαρτονόμισμα/χαρτονομίσμαα/χαρτονομίσματας/χαρτονομίσματοShort phrases:
(big, bill), (unmarked, bill), (counterfeit, bill), (dollar, bill)
(100, bill), (small, bill)

Words:
one, 50, old, take
million, unmarked, dollar, counterfeit, 100, mark, small



L1: deliver in unmarked bills
L2: φέρε σε απροσημείωτα χαρτονομίσματα

L1: why only two bills
L2: γιατί μόνο δύο χαρτονομίσματα

L1: the big bills underneath
L2: τα μεγάλα χαρτονομίσματα κάτω

L1: all 100 dollars bills
L2: είναι όλα χαρτονομίσματα των 100

L1: mostly small bills though
L2: είναι κυρίως μικρά χαρτονομίσματα

bill.NOUNδολαρία/δολαρίοShort phrases:
(two, bill), (100, bill), (three, bill), (one, bill)
(20, bill), (10, bill), (5, bill), (dollar, bill)

Words:
100, one, 20, five
$, 5, 10, 50, dollar, two



L1: my face on the onedollar bill
L2: το πρόσωπό μου στο χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου

L1: you sold her a bill of goods worth 19000
L2: της πούλησες αέρα αξίας 19000 δολαρίων - παρακαλώ

L1: and the winner of the 100 bill is ned flanders
L2: και ο νικητής των 100 δολαρίων είναι ο νεντ φλάντερς

L1: rebecca you just got a credit card bill of 900
L2: ρεμπέκα μόλις πήρες έναν λογα ριασμό 900 δολαρίων στην πιστωτική

L1: we enter customs and change 10 cent coupons with 50 dollar bills
L2: θα μπούμε στο τελωνείο και θα εξαργυρώσουμε 10 σεντς σε κουπόνια μαζί με το χαρτονόμισμα των 50 δολαρίων

ring.NOUNβέρα/βέρεςShort phrases:
(lose, ring), (forget, ring), (exchange, ring), (wear, ring)
(wedding, ring)

Words:
bearer, uh, see, lose
thee, exchange, forget, wear, finger, wedding



L1: look the wedding ring
L2: κοίτα η βέρα

L1: she wore a ring
L2: αυτή φορούσε μία βέρα

L1: why zelman's wedding ring
L2: γιατί την βέρα του ζέλμαν

L1: her diamond wedding ring
L2: τη διαμαντένια βέρα της

L1: the wedding rings yes
L2: οι βέρες ναι

ring.NOUNδακτυλίδι/δακτύλιο/δακτύλιος/δακτυλίουShort phrases:
(docking, ring), (gold, ring), (inner, ring), (saturn, ring)
(give, ring)

Words:
four, docking, form, tree
give, around, cock, gold, steal, saturn



L1: he forget the ring
L2: ξέχασε το δακτυλίδι

L1: see this white ring
L2: βλέπετε αυτό τον λευκό δακτύλιο

L1: they're my expensive rings
L2: είναι τα πανάκριβα δακτυλίδια μου

L1: i got the ring
L2: έχω το δακτυλίδι

L1: see see our ring
L2: κοίτα κοίτα το δακτυλίδι μας

ring.NOUNρίνγκ/ρινγκ/ringsShort phrases:
(get, back), (bell, ring), (way, ring), (boxing, ring)
(get, ring), (come, ring), (back, ring), (enter, ring), (go, ring), (step, ring)

Words:
guy, go, bell, boxing
come, enter, fight, step



L1: carphone rings siren wails
L2: rings carphone σειρηνα θρήνοι

L1: doctor to the ring
L2: γιατρέ στο ρινγκ

L1: i'm going to the ring
L2: πάω στο ρινγκ

L1: just in the ring art
L2: μόνο στο ρινγκ αρτ

L1: ring work get to work
L2: δουλέψτε στο ρινγκ

ring.NOUNαρραβώναShort phrases:
(eye, look), (make, wear), (look, eye), (lightness, skin)
(go, lightness), (chaotica, wedding), (back, wedding), (wedding, engagement), (promise, ring), (engagement, ring)

Words:
chaotica, promise, engagement




L1: perhaps an engagement ring
L2: ίσως ένα δαχτυλίδι αρραβώνων

L1: it's an engagement ring
L2: είναι ένα δαχτυλίδι αρραβώνων

L1: is it an engagement ring
L2: είναι δαχτυλίδι αρραβώνων

L1: you want an engagement ring
L2: θέλετε δαχτυλίδι αρραβώνων

L1: i lost my engagement ring
L2: έχασα το δαχτυλίδι αρραβώνων μου

ring.NOUNαρένοςShort phrases:
(spatter, blood), (yup, ring), (hat, ring), (throw, hat)
(grace, style), (beast, bullet), (kill, beast), (see, ring), (juan, go), (bull, take), (must, get), (bull, ring)

Words:
spatter, yup, astrotur, hat
kid, bull



L1: or a fight ring
L2: ή μια αρένα

L1: i'm through with the ring forever
L2: θα το πετάξω μαζί με την αρένα γιά πάντα

L1: you mean he wants him to enter the ring
L2: εννοείτε ότι θέλει να τον δει στην αρένα

L1: so everything in the ring a trick a lie
L2: οπότε όλα αυτά στην αρένα ήταν ένα κόλπο ήταν ψέματα

L1: in a ring with a sword and a cape and ole
L2: μέσα στην αρένα με σπαθί και με μπέρτα και όλε

mix.VERBμπλέχτηκε/μπλέκωShort phrases:
(since, get), (go, get), (sorry, get), (know, get)
(professional, life), (personal, professional), (business, pleasure), (get, mix)

Words:
since, something, work, professional
pleasure, personal, business



L1: work and play don't mix
L2: δεν μπλέκω εργασία και διασκέδαση

L1: he mixed up in something
L2: - μπλέχτηκε με κάτι

L1: é never mix business with anything eése
L2: δεν μπλέκω τη δουλειά με άλλα πράγματα

L1: - she doesn't mix family with friends
L2: - δεν μπλέκει φίλους και οικογένεια

L1: hypocrite you should never mix sex and money
L2: ποτέ δεν πρέπει να μπλέκεις το σεξ με το χρήμα

mix.VERBμπέρδεψα/μπέρδεψε/μπερδέψω/μπερδεύομαιShort phrases:
(somebody, else), (think, mix), (get, day), (someone, else)
(get, thing), (day, mix), (must, mix)

Words:
thing, name, -, somebody
someone, must, date, day, get



L1: mixed up my schedule
L2: μπέρδεψα την ατζέντα μου

L1: professor you're mixed up
L2: καθηγητά τα έχετε λίγο μπερδέψει

L1: i mixed up the orders
L2: μπέρδεψα τις παραγγελίες

L1: i mixed up the plates
L2: μπέρδεψα τις πινακίδες

L1: - you mixed them up
L2: - τα μπέρδεψες

mix.VERBαναμιγνύω/αναμιγνύομαιShort phrases:
(start, mix), (air, mix), (thing, weaken), (make, world)
(love, make), (like, mix)

Words:
paint, start, see, oil
culture, dirt, love, air, liquid



L1: desire mixed with danger
L2: η επιθυμία αναμιγνύεται με τον κίνδυνο

L1: it's mixing my chocolate
L2: αναμιγνύει τη σοκολάτα μου

L1: joe go mix him a drink
L2: ο joe πηγαίνει τον αναμιγνύει ένα ποτό

L1: violence and porn should not mix
L2: η βία και το πορνό δεν πρέπει να αναμιγνύονται

L1: you see shakespeare enjoyed mixing opposites
L2: ο σαίξπηρ απολάμβανε να αναμιγνύει αντίθετες έννοιες

gullible.ADJαφελή/αφελήςShort phrases:
(plain, stupid), (person, world), (always, gullible), (look, gullible)
(think, gullible), (damn, gullible)

Words:
plain, always, ?, look
damn, breed



L1: a really gullible guy
L2: - είμαι πολύ αφελής

L1: you're very gullible james
L2: είσαι πολύ αφελής τζέιμς

L1: you are so gullible
L2: είσαι πολύ αφελής

L1: fairies are such gullible creatures
L2: οι νεράιδες είναι τόσο αφελή πλάσματα

L1: please i'm not that gullible
L2: δεν είμαι και τόσο αφελής

gullible.ADJεύπιστη/εύπιστοςShort phrases:
(could, gullible), (mean, gullible), (care, peter)


Words:
believe, could, gullible, like
okay, let, fool, know, maybe, mean, desperate



L1: gullible negligent and naive
L2: εύπιστη τσαπατσούλα και αφελής

L1: people are that gullible
L2: ο κόσμος είναι τόσο εύπιστος

L1: i'm not that gullible
L2: - δεν είμαι τόσο εύπιστος

L1: - you're a very gullible woman
L2: - είσαι μία πολύ εύπιστη γυναίκα

L1: i mean i'm surprised you're so gullible
L2: εννοώ είμαι έκπληκτη που είσαι τόσο εύπιστος

old.ADJετών./ετός/έτουShort phrases:
(year, old)


Words:
scotch, single, son, girl
female, bottle, boy, male, -, year



L1: he's five years old
L2: είναι πέντε ετών

L1: yeboah 14 years old
L2: yeboah 14 ετών

L1: she's 8 years old
L2: eίναι 8 ετών

L1: he's three years old
L2: είναι 3 ετών

L1: news 3 years old
L2: νέα τριών ετών

old.ADJηλικιωμένη/ηλικιωμένες/ηλικιωμένο/ηλικιωμένουςWords:
old, see, person, guy
couple, people, man, woman, lady



L1: an old gal then
L2: μια ηλικιωμένη κυρία λοιπόν

L1: come on old woman
L2: έλα ηλικιωμένη γυναίκα

L1: an old man dying
L2: εναν ηλικιωμένο που πεθαίνει

L1: from an old woman
L2: από μία ηλικιωμένη γυναίκα

L1: - it's for old ladies
L2: - είναι για ηλικιωμένες

old.ADJαρχαίος/αρχαιότερη/αρχαιότεροςWords:
statue, ruin, saying, legend
god, city, one, world, magic, thing, profession, ancient



L1: the oldest equine species
L2: απ' τα αρχαιότερα είδη

L1: - the oldest drug
L2: - το αρχαιότερο

L1: the old latin tradition
L2: η αρχαία παράδοση των λατίνων

L1: he's older than yoda
L2: μην εμπιστεύεσαι τον αλεξάντερ είναι αρχαίος

L1: - you're so old
L2: εσύ είσαι αρχαίος αττίλιο

old.ADJπαραδοσιακό/παραδοσιακόςShort phrases:
(go, old), (real, old), (good, old)


Words:
family, go, marriage, real
fashioned, school, traditional, good, way



L1: my oldfashioned traditional cookbook
L2: το παλιομοδίτικο παραδοσιακό μου βιβλίο

L1: old money old values
L2: παραδοσιακές αξίες των πλουσίων

L1: an oldfashioned xmas tree
L2: ένα παραδοσιακό χ γεννιάτικο δέντρο

L1: - good oldfashioned greed
L2: - παραδοσιακή απληστία

L1: an oldfashioned prairie drinkoff
L2: μία παραδοσιακή λιβαδίσια αναπιοτομέτρηση

old.ADJντεμοντέShort phrases:
(call, old), (rather, old), (kind, old), (bit, old)
(think, old)

Words:
rather, kind, know, bit
romantic, fashioned, melody, think



L1: i'm not oldfashioned either
L2: ούτε εγώ είμαι ντεμοντέ

L1: oldfashioned ideas about women
L2: ντεμοντέ ιδέες για τις γυναίκες

L1: mr temple you're hopelessly oldfashioned
L2: είστε αθεράπευτα ντεμοντέ κε τεμπλ

L1: well they'd seem really oldfashioned to you
L2: καλά θα σου φαίνονταν πραγματικά ντεμοντέ

L1: he was just old fashioned that's all
L2: ο θείος ήταν ντεμοντέ αυτό είναι όλο

old.ADJκλασικό/κλασικός/κλασσικό/κλασσικόςShort phrases:
(good, old), (give, old), (plain, old)


Words:
good, give, movie, plain
school, trick, classic



L1: old bait and switch
L2: με το κλασικό τσιμπάνε και μετά αλλαγή

L1: just the oldfashioned way
L2: με τον κλασικό τρόπο

L1: yup it's good old mom
L2: ναι είναι η κλασική μαμάκα

L1: i like oldfashioned straightahead rock'n'roll
L2: εμένα μου αρέσει το κλασικό σκληρό ροκ

L1: it's an old gag a classic
L2: πρόκειται για ένα παλιό κόλπο τις κλασικές στρακαστρούκες

bitch.NOUNμπάσταρδο/μπάσταρδοι/μπάσταρδος/μπάσταρδουςShort phrases:
(know, son), (nail, son), (care, son), (οf, bitch)
(sοns, οf), (bastard, bitch), (lucky, son), (evil, son), (son, bitch)

Words:
still, evil, sοns, οf
kill, bastard, son



L1: you you sons of bitches
L2: μπάσταρδοι

L1: get thοse sοns οf bitches
L2: πιάστε αυτούς τους μπάσταρδους

L1: son of a bitch went berserk
L2: ο μπάσταρδος αφήνιασε

L1: an arrogant egoinflated son of a bitch
L2: 'ενας αλαζονικός εγωπαθής μπάσταρδος

L1: - somes of bitches eat my ass
L2: - μπάσταρδοι σας έχω χεσμένους

bitch.NOUNσκρόφα/σκρόφες/σκροφίτσαShort phrases:
(real, bitch), (ride, kind), (stupid, little), (kind, bitch)
(kill, bitch), (lil, bitch)

Words:
alive, think, ride, last
keep, stupid, never, lie, psycho, lil



L1: who's your daddy bitch
L2: ποιός είναι ο μπαμπάκας σου σκρόφα

L1: he's uh my bitch
L2: είναι η σκρόφα μου

L1: - the bitch stays
L2: - η σκρόφα θα μείνει

L1: you're a fucking bitch
L2: είσαι μια γαμημένη σκρόφα

L1: - swallow it bitch
L2: κατάπιε το σκρόφα

bitch.NOUNμωρήShort phrases:
(yo, bitch), (run, hide), (say, bitch), (shut, bitch)
(right, bitch), (hey, bitch), (suck, bitch), (come, bitch), (thing, bitch), (bring, bitch)

Words:
thing, suck, say, quiet
hey, shut



L1: yeah chill out bitch
L2: ναι χαλάρωσε μωρή

L1: are you crazy bitch
L2: είσαι τρελή μωρή σκύλα

L1: bitch are you crazy
L2: είσαι τρελή μωρή

L1: you smell good bitch
L2: εσύ μυρίζεις ωραία μωρή

L1: i own you bitch
L2: σε έσκισα μωρή σκύλα

bitch.NOUNπουτανάκι/πουτάνες/πουτανίτσαShort phrases:
(pipe, bitch), (call, bitch), (make, bitch)


Words:
hurry, liar, pipe, make
well, huh, little, see, someone, like



L1: - i'm your bitch
L2: - είμαι το πουτανάκι σου

L1: bitches i am pregnant
L2: πουτάνες είμαι έγκυος

L1: these bitches spotted me
L2: αυτές οι πουτάνες με καταλάβανε

L1: little whore fucking bitch
L2: πουτανίτσα

L1: you fucking little bitch
L2: παλιογαμημένο πουτανάκι

bitch.NOUNκερατάShort phrases:
(pansy, bitch), (sober, drug), (coward, son), (psychotic, bitch)
(handsome, son), (stand, son), (oh, son), (garlic, son), (percy, son), (serial, son), (goddamn, son)

Words:
sober, psychotic, motherfucker, goddamn
coward



L1: look at that big blind gawky bitch boy
L2: κοίτα να δεις τον κερατά

L1: i'm not gonna let the son of a bitch rot in jail
L2: δεν πρόκειται να αφήσω αυτόν τον κερατά να σαπίσει στη φυλακή

L1: hey dick you get that fourpointer you old son of a bitch
L2: έι ντικ το πέτυχες εκείνο τον κερατά γερομπάσταρδε

L1: find out who really killed that son of a bitch kevin neyers 'cause it sure as hell wasn't me
L2: βρες ποιος πραγματικά σκότωσε αυτόν τον κερατά τον κέβιν νάιερς γιατί σίγουρα δεν ήμουν εγώ

L1: they said he was a hellraiser but my pap was a lazy son of a bitch by the time i knew him
L2: λένε ότι ήταν φοβερός κτηνοτρόφος αλλά ο παππούς μου ήταν ένας τεμπέλης του κερατά από τότε που τον θυμάμαι

bitch.NOUNτσουλάκι/τσούλες/τσουλίτσαShort phrases:
(listen, little), (eden, julia), (crap, little), (julia, liz)
(boring, little), (smart, bitch), (little, bitch)

Words:
like, two, eden, boring
make, lucky, smart, yeah, one, little



L1: who's donnie brasco now bitch
L2: ποιος είναι ο ντόνι μπράσκο τώρα τσουλάκι

L1: it's that little bitch salander
L2: είναι η salander η τσουλίτσα

L1: those little bitches are poisonous
L2: αυτές οι τσουλίτσες είναι φαρμακόγλωσσες

L1: sit in the corner little bitch
L2: κάτσε στην γωνία τσουλάκι

L1: i had three bitches with me
L2: είχα 3 τσούλες μαζί μου

bitch.NOUNβρόμα/βρώμα/βρώμας/βρώμοShort phrases:
(hair, bitch), (sound, like), (asse, little), (oh, look)
(fuck, bitch), (go, get)

Words:
dead, hair, sound, way
bad, try, get, asse, away



L1: - come on bitch
L2: - έλα βρώμα

L1: whatever you want bitch
L2: ότι διατάξεις βρώμα

L1: couldn't stand that bitch
L2: δεν την άντεχα αυτήν την βρώμα

L1: come on melt bitch
L2: 'ντε ντε λιώσε μωρή βρώμα

L1: you happy now bitch
L2: ευχαριστήθηκες τώρα βρώμα

bitch.NOUNπαλιοκάθαρμας/παλιοκάθαρμο/παλιοκαθίκι/παλιοκερατάShort phrases:
(shatters, son), (fuckin, little), (little, fucking), (dead, son)
(sick, son), (come, son), (back, son), (answer, son), (remember, son), (old, son), (crazy, son), (son, bitch)

Words:
sam, larry, son




L1: pencilneck son of a bitch
L2: παλιοκάθαρμα

L1: fatassed son of a bitch
L2: το παλιοκάθαρμα

L1: fury you son of a bitch
L2: φιούρι παλιοκάθαρμα

L1: max you son of a bitch
L2: mαξ παλιοκάθαρμα

L1: lacey you son of a bitch
L2: λάσευ παλιοκάθαρμα

bitch.NOUNπαλιοσκύλα/παλιοσκύλοShort phrases:
(someone, else), (look, fuck), (hide, crazy), (corporate, bitch)
(stick, little), (get, ugly), (back, wherever), (goddamn, little), (insolent, bitch), (believe, bitch), (ow, bitch), (fucking, bitch)

Words:
else, corporate, rag, insolent
fucking



L1: - stay down bitch
L2: - μείνε εκεί παλιοσκύλα

L1: fucking bitch have you gone mad
L2: παλιοσκύλα έχεις τρελαθεί εντελώς

L1: i'm not a ♪ bitch get outta here ♪
L2: - δεν είμαι - παλιοσκύλα φύγε απ'εδώ

L1: i'm the bitch who's gonna tell everyone what you did
L2: είμαι η παλιοσκύλα που θα πει σ' όλο τον κόσμο τι έχεις κάνει

L1: what sort of overblown contract has that dreadful bitch landed now
L2: τι σόι υπέρογκο συμβόλαιο πέτυχε αυτή η παλιοσκύλα τώρα

bitch.NOUNκάργια/καργιόλα/καργιόλη/καργιόλοςShort phrases:
(come, coattail), (mugger, kill), (get, one), (mate, son)
(cadaverous, son), (drag, little), (call, bitch), (name, bitch), (pop, bitch), (hide, something)

Words:
us, sorry, name, pop
ruin, hide



L1: bitch is even hornier
L2: η καργιόλα είναι ακόμα πιο γκαυλιάρα

L1: where were we bitch
L2: που είμασταν καργιόλα ;

L1: the bitch bit me
L2: η κάργια με δάγκωσε

L1: then kill the bitch
L2: τότε να την σκοτώσεις την κάργια

L1: my sister's a bitch
L2: - ότι η αδελφή μου είναι καργιόλα

bitch.NOUNπαλιομαλάκαςShort phrases:
(go, pay), (goddammit, son), (call, shower), (shower, stall)
(swear, son), (russian, son), (go, plan), (plan, grow), (song, son), (two, son), (vet, son), (get, house), (hair, son), (aah, son), (jerry, stupid), (get, son), (stupid, son)

Words:
jerry, son




L1: sergeant you stupid bitch
L2: παλιομαλάκα

L1: you smiling now little bitch
L2: - γελάς τώρα παλιομαλάκα

L1: blitzer you smug son of a bitch
L2: ο εφευρέτης του καρμπόν πέθανε στα 88 μπλίτσερ παλιομαλάκα δεν είναι είδηση αυτό

L1: that son of a bitch brought a grenade back with him
L2: ο παλιομαλάκας έφερε πίσω ολόκληρη χειροβομβίδα

L1: youhadtheballs to let emma die andnowyoufeelbad for that son of a bitch youpieceof shit
L2: είχεςτακότσιανααφήσεις την έμμα να πεθάνει καιτώρααισθάνεσαιάσχημα για αυτό το κάθαρμα παλιομαλάκα

bitch.NOUNκωλόπαιδο/κωλόπαιδοςShort phrases:
(yo, little), (talk, police), (taste, medicine), (let, taste)
(tak, son), (take, long), (long, tell), (feisty, son), (cut, shit), (switzerland, son), (exactly, little), (vernon, bitch), (baby, son), (bully, son)

Words:
alonzo, vernon, right, !




L1: that's what i thought bitch
L2: αυτό πίστευα κωλόπαιδο

L1: shut up bitch and give me some sugar
L2: σκάσε κωλόπαιδο κι ανέβασέ μου το ζάχαρο

L1: son of a bitch never takes a full load
L2: το κωλόπαιδο ποτέ έχει κάνει ολόκληρη παραγγελία

L1: and you keep that bitch sedated until daddy pays up
L2: και θα το κρατήσετε το κωλόπαιδο ναρκωμένο μέχρι ο μπαμπάκας του να πληρώσει

L1: or is you such a bitchass punk you worried about where my money come from
L2: ή είσαι τόσο κωλόπαιδο που ανησυχείς από πού έρχονται τα λεφτά μου

bitch.NOUNκουφάλα/κουφάλεςShort phrases:
(shut, bag), (mean, lucky), (neck, little), (sorry, fuck)
(try, kill), (guess, bitch), (frank, know), (say, like), (oh, stupid), (bitch, little), (take, bitch)

Words:
neck, mmm, take




L1: whispering two pair bitch
L2: δυο ζευγάρια κουφάλα

L1: smile for the camera bitches
L2: βγάλτε έξω τις καμερές σας χαμογελάστε στην κάμερα κουφάλες

L1: - put it on bitch
L2: πράγματι - φόρεσέ το μωρή κουφάλα

L1: oh yeah heyo what's up bitches
L2: τι λέει ρε κουφάλες

L1: are you bitches ready for round three
L2: έτοιμοι για τον 3ο γύρο ρε κουφάλες

bitch.NOUNπαλιόπουστα/παλιοπούστη/παλιοπουτάναShort phrases:
(crazy, fuck), (play, son), (-no, baby), (get, cuss)
(go, son), (last, thing), (get, last), (horror, son), (suckin, brain), (go, suckin), (horny, bitch), (whore, son), (run, son), (punk, bitch)

Words:
horny, crazy, old, back
punk, tramp



L1: - you son of a bitch groans
L2: παλιοπούστη

L1: you messing around with my bitch mamao
L2: ενοχλείς τη γκόμενά μου παλιοπούστη

L1: oh son of a bitch damn it
L2: παλιοπουτάνα

L1: goodbye you punkass bitch i'm leaving this town
L2: αντίο παλιοπουτάνα

L1: come on bring it you son of a bitch
L2: δώστα όλα ρε παλιοπούστη

bitch.NOUNπαλιοτόμαρο/παλιοτόμαροςShort phrases:
(change, thing), (like, change), (en, garde), (could, read)
(fink, ungrateful), (take, son), (new, york), (shoot, son), (chain, son), (johner, son), (jack, son)

Words:
en, garde, read, son




L1: jack you son of a bitch
L2: παλιοτόμαρο

L1: shawn you son of a bitch
L2: σον παλιοτόμαρο

L1: freeze you son of a bitch
L2: aκίνητος ρε παλιοτόμαρο

L1: you son of a bitch you're dead
L2: παλιοτόμαρο είσαι νεκρός

L1: - you son of a bitch - layne
L2: ρε παλιοτόμαρο

bitch.NOUNπαλιοκαργιόλη/παλιοκαριόληShort phrases:
(landlord, bastard), (ought, kill), (many, spare), (tell, many)
(suck, son), (god, son), (game, son), (bob, son), (comb, son), (threaten, son), (clean, son), (mistress, son), (chickenshit, son), (try, stop), (well, try)

Words:
landlord, ought, well, try




L1: son of a bitch motherfucker
L2: παλιοκαριόλη μαλάκα

L1: son of a bitch racist
L2: παλιοκαριόλη ρατσιστή

L1: you dirty son of a bitch you bastard
L2: παλιοκαριόλη μπάσταρδε

L1: you are a miserable son of a bitch raylan
L2: είσαι ένας παλιοκαργιόλης ρέυλαν

L1: doesn't matter what the sick son of a bitch is doing
L2: δεν έχει σημασία ποια αρρώστια αμολά αυτός ο παλιοκαργιόλης

roof.NOUNσκεπήShort phrases:
(garage, roof), (put, new), (fix, roof)


Words:
good, run, repair, tv
garage, put, new, call, shingle, house, fix



L1: so how's the roof
L2: πώς είναι η σκεπή

L1: mr curry the roof
L2: τη σκεπή

L1: plastering landscaping painting a roof
L2: - σοβατίσματα βαψίματα σκεπή

L1: - the roof is guarded
L2: - η σκεπή φρουρείται

L1: it's got a good roof
L2: εχει καλή σκεπή

roof.NOUNστέγη/στεγη/στέγη./στέγεςShort phrases:
(keep, roof), (beneath, roof), (sleep, roof), (one, roof)
(live, roof)

Words:
food, home, beneath, sleep
live, head



L1: it has no roof
L2: δεν έχει στέγη

L1: they're on the roof
L2: είναι στη στέγη

L1: i'll fix the roof
L2: θα φτιάξω τη στέγη

L1: no roof no money
L2: ούτε στέγη ούτε λεφτά

L1: the roof is leaking
L2: η στέγη του σπιτιού μας στάζει

roof.NOUNταράτσα/ταράτσα./ταράτσεςShort phrases:
(get, roof), (push, roof), (come, roof), (let, go)
(night, roof), (throw, roof), (take, roof), (guy, roof), (go, roof), (head, roof)

Words:
parking, minute, check, garden
building, guy, top



L1: i forgot your roof
L2: δική σου η ταράτσα

L1: - the roof where
L2: - στην ταράτσα

L1: she's on the roof
L2: είναι στην ταράτσα

L1: that's the roof of the
L2: αυτή είναι η ταράτσα του

L1: get to the roof go
L2: πήγαινε στην ταράτσα

roof.NOUNοροφήShort phrases:
(ejectable, roof), (vent, roof), (raise, roof)


Words:
land, rack, ejectable, go
high, raise, vent, everything, look, open, car



L1: and a glass roof
L2: μία γυάλινη οροφή

L1: use the porch roof
L2: ανέβα από την οροφή της βεράντας

L1: it's on the roof
L2: είναι στην οροφή

L1: clean the roofs mike
L2: καθάρισε την οροφή μάικ

L1: the roof's coming in
L2: η οροφή υποχωρεί

roof.NOUNταβάνιShort phrases:
(seem, scratch), (sort, time), (x, obile), (go, goddamn)
(goddamn, roof), (sale, jump), (argentinean, fall), (hole, roof), (hit, roof), (go, go)

Words:
keep, hole, sort, x
goddamn, yep, collapse, hit



L1: - thought you'd hit the roof
L2: - πίστευα πως θα έφτανες μέχρι το ταβάνι

L1: my blood pressure's going through the goddamn roof
L2: η πίεση μου θα φτάσει μέχρι το ταβάνι

L1: my father's psa numbers came back and they're through the roof
L2: οι τιμές psa των εξετάσεων του πατέρα μου χτύπησαν ταβάνι

L1: but a little storm like this through the roof should be fine
L2: αλλά για μια τόσο μικρή καταιγίδα ακόμα και με το ταβάνι μια χαρά θα είστε

L1: my stress levels are through the roof i'm having an anxiety attack
L2: τα επίπεδα άγχους μου έχουν χτυπήσει ταβάνι θα πάθω κρίση πανικού

roof.NOUNύψηShort phrases:
(alcohol, roof), (output, go), (rate, roof), (mortality, rate)
(company, go), (sale, roof), (coffee, sale), (number, go), (self, roof), (stock, go), (poll, number), (number, roof), (next, year), (triglyceride, roof), (level, must), (must, roof)

Words:
alcohol, rate




L1: mrsa wbc count would be through the roof
L2: τα λευκά αιμοσφαίρια θα ήταν στα ύψη

L1: his temperature's through the roof there's mucus pouring out of him
L2: η θερμοκρασία του είναι στα ύψη έχει βλέννες

L1: - i hope so ticket sales haven't exactly been through the roof
L2: οι πωλήσεις των εισιτηρίων δεν έφτασαν στα ύψη

L1: we invade it shuts production in afghanistan gas prices go through the roof
L2: εμείς εισβάλουμε σταματάει η παραγωγή στο αφγανιστάν και οι τιμές της βενζίνης εκτοξεύονται στα ύψη

L1: i'll bring the police they'll discover the body on camera and our ratings will go right through the fucking roof
L2: θα φωνάξω την αστυνομία θα ανακαλύψουν το πτώμα και η φήμη μας θα εκτοξευθεί στα ύψη

jelly.NOUNζελέShort phrases:
(hope, mind), (plane, two), (two, parachute), (actually, get)
(like, jelly), (get, jelly)

Words:
hope, apple, crust, plane
make, like, get



L1: my wife likes fruit jellies
L2: στη γυναίκα μου αρέσει το ζελέ φρούτων

L1: peanut butter and jelly ok
L2: φυστικοβούτυρο και ζελέ εντάξει

L1: just try the cinnamon jelly
L2: απλά δοκίμασε αυτό με το ζελέ κανέλας

L1: peanut butter and jelly ?
L2: φυστικοβούτυρο και ζελέ

L1: is that peanut butter and jelly
L2: αυτό είναι φυστικοβούτυρο και ζελέ

jelly.NOUNμαρμελάδαShort phrases:
(butter, jelly), (peanut, butter), (well, jelly)


Words:
butter, peanut, well, throw
mmm, right, go, sandwich, thing, jelly



L1: peanut butter and jelly
L2: μαρμελάδα

L1: peanut butter jelly and banana
L2: φυστικοβούτυρο μαρμελάδα και μπανάνα

L1: it's peanut butter and jelly
L2: είναι φυστικοβούτυρο και μαρμελάδα

L1: i only have peanut butter and jelly
L2: ΄εχω μόνο φυστικοβούτυρο και μαρμελάδα

L1: are you looking to buy some jelly
L2: θέλετε μαρμελάδα

tangible.ADJχειροπιαστό/χειροπιαστόςShort phrases:
(something, tangible), (like, tangible), (want, something), (without, something)
(totally, tangible)

Words:
something, progress, without, lead
want, talk, like, make, totally



L1: am i being tangible
L2: είναι αρκετά χειροπιαστό αυτό

L1: in my field we follow tangible leads
L2: στον τομέα μου ακολουθούμε χειροπιαστές ενδείξεις

L1: but at other times it's about something much less tangible
L2: αλλά άλλες στιγμές πρόκειται για κάτι λιγότερο χειροπιαστό

L1: listen we don't have any tangible leads and confidence is low
L2: ακούστε δεν έχουμε κανένα χειροπιαστό στοιχείο και το ηθικό είναι χαμηλό

L1: something tangible happens and he just so happens to be there
L2: κάτι χειροπιαστό συμβαίνει και συμβαίνει εκεί

tangible.ADJαπτό/απτόςShort phrases:
(something, material), (need, something), (offer, tangible)


Words:
think, representation, link, material
offer, connection, need, evidence, tangible



L1: mulder look at the tangible evidence
L2: - ίσως έλα μώλντερ κοίτα τις απτές αποδείξεις

L1: i can't think of anything more tangible
L2: δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι πιο απτό

L1: no i have something more tangible in mind
L2: - όχι έχω κάτι πιο απτό στο μυαλό

L1: meaning it turns the intangible into something tangible
L2: η εννοια είναι ότι γυρίζει το άυλο σε κάτι απτό

L1: our thoughts our visions our fantasies have a tangible physical reality
L2: οι σκέψεις μας τα οράματά μας οι φαντασιώσεις μας έχουν μια απτή φυσική πραγματικότητα

effect.NOUNπαρενέργεια/παρενέργειεςShort phrases:
(may, include), (common, side), (one, side), (side, effect)


Words:
one, common, may, include
side



L1: they have side effects
L2: έχουν παρενέργειες

L1: almost no side effects
L2: σχεδόν χωρίς παρενέργειες

L1: any negative side effects
L2: καθόλου αρνητικές παρενέργειες

L1: and the side effects
L2: και οι παρενέργειες

L1: side effects include paralysis
L2: οι παρενέργειες περιλαμβάνουν παράλυση

effect.NOUNαποτελέσμαα/αποτελέσματας/αποτελέσματοShort phrases:
(counteract, effect), (desire, effect), (feel, effect), (ripple, effect)
(see, effect)

Words:
produce, good, even, desire
ripple, counteract, feel, radiation, see



L1: and the effects are not sudden
L2: και τα αποτελέσματα δεν είναι ξαφνικά

L1: you have to reverse the effects fast
L2: πρέπει να αντιστρέψεις τα αποτελέσματα γρήγορα

L1: we don't know the human related effects
L2: δεν ξέρουμε τα αποτελέσματα που θα έχει στον άνθρωπο

L1: then describe the effect of the treatment
L2: τότε πείτε τι αποτελέσματα θα έχει η θεραπεία

L1: it's right the effects are the best
L2: σοβαρά νομίζω ότι τα αποτελέσματα είναι απίστευτα

effect.NOUNεπίδρασή/επίδραση/επιδράσειShort phrases:
(gravitational, effect), (powerful, effect), (positive, effect), (seem, effect)
(know, effect), (profound, effect)

Words:
idea, study, kind, last
powerful, upon, positive, woman, people, profound



L1: what kinda adverse effects
L2: τι είδους ανεπιθύμητες επιδράσεις

L1: it had no effect
L2: δεν είχε καμιά επίδραση

L1: her effect on me is
L2: η επίδραση της πάνω μου είναι

L1: the effects are completely superficial
L2: οι επιδράσεις είναι εντελώς επιφανειακές

L1: effect of leaving the father
L2: η επίδραση της εγκατάλειψης του πατέρα

effect.NOUNεφέShort phrases:
(visual, effect), (sound, effect), (special, effect)


Words:
add, use, make, visual
sound, special



L1: he does special effects
L2: κάνει ειδικά εφέ

L1: i lied for effect
L2: ψέματα για εφέ

L1: it's hollywood special effects
L2: έχει και χολιγουντιανά ειδικά εφέ

L1: big budget special effects
L2: με εκπληκτικά πανάκριβα ειδικά εφέ

L1: note the 3d effect
L2: προσέξτε το τρισδιάστατο εφέ

effect.NOUNφαινόμενοShort phrases:
(cascade, effect), (placebo, effect), (doppler, effect), (runaway, greenhouse)
(butterfly, effect), (greenhouse, effect)

Words:
doppler, cascade, -, cause
placebo, runaway, call, butterfly, greenhouse



L1: it's the ripple effect
L2: αυτό είναι το λεγόμενο φαινόμενο κυματισμού

L1: remember the butterfly effect
L2: θυμηθείτε το φαινόμενο της πεταλούδας

L1: it's the barbra streisand effect
L2: είναι το φαινόμενο μπάρμπαρα στρέιζαντ

L1: you want the ripple effect
L2: θες το φαινόμενο της πεταλούδας

L1: it's like a domino effect
L2: είναι σαν το φαινόμενο του ντόμινο

effect.NOUNαντικείμενος/αντίκτυποShort phrases:
(heat, big), (stupid, effect), (get, stupid), (incredibly, effect)
(cautious, feel), (least, us), (take, personal), (concerned, effect), (personal, effect)

Words:
produce, concerned, would, personal




L1: good effect on target
L2: καλός αντίκτυπος στον στόχο

L1: can i see his personal effects
L2: μπορώ να δω τα προσωπικά του αντικείμενα

L1: it's not have the effect i intended
L2: σημαίνει πως δεν έχει τον αντίκτυπο που σκόπευα

L1: says he picked up his personal effects
L2: λέει ότι πήρε τα προσωπικά του αντικείμενα

L1: all they did was give me his effects
L2: μου έδωσαν μόνο τα προσωπικά του αντικείμενα

rivalry.NOUNαντιπαλότηταShort phrases:
(sible, rivalry), (little, sibling), (heat, rivalry), (go, back)


Words:
sible, prosser, guess, one
us, long, heat, always, old, rivalry



L1: just a little professional rivalry
L2: απλά λίγη επαγγελματική αντιπαλότητα

L1: the rivalry drove me to seek
L2: η αντιπαλότητα με οδήγησε στην αναζήτηση

L1: this rivalry is between you and me
L2: αυτή η αντιπαλότητα είναι ανάμεσα σε 'σένα και σε 'μένα

L1: am i detecting a little sibling rivalry here
L2: αντιλαμβάνομαι μια αντιπαλότητα των τέκνων εδώ

L1: there was no record of a coworker rivalry
L2: δεν υπήρξε αναφορά για συναδελφική αντιπαλότητα

rivalry.NOUNανταγωνισμόShort phrases:
(pick, rivalry), (science, operation), (michel, rivalry), (case, sible)
(thing, brother), (sibling, rivalry)

Words:
petty, science, michel, case
keep, really, sibling



L1: sounds like sibling rivalry to me
L2: μου ακούγεται σαν αδερφικός ανταγωνισμός

L1: it's a rivalry the new rivalry
L2: είναι ανταγωνισμός ο νέος ανταγωνισμός

L1: so we've got some sister rivalry going on here
L2: οπότε έχουμε κάποιο αδερφικό ανταγωνισμό

L1: louis i know you and harvey have a rivalry
L2: λούης ξέρω ότι εσύ κι ο χάρβεϊ έχετε ανταγωνισμό μεταξύ σας

L1: culebras have a long standing rivalry with the los halcones
L2: - έχουν ανταγωνισμό με τους λος χαλκόνες

storm.NOUNκαταιγίδα/καταιγιδα/καταιγίδα./καταιγίδεςShort phrases:
(think, storm), (like, storm), (lightning, storm), (solar, storm)
(electrical, storm), (go, storm)

Words:
cloud, brew, day, solar
night, like, lightning, big, come



L1: it was the storm
L2: ήταν η καταιγίδα

L1: it's from the storm
L2: είναι από την καταιγίδα

L1: storm or no storm
L2: με καταιγίδα ή χωρίς

L1: this storm's getting worse
L2: αυτή η καταιγίδα χειροτερεύει

L1: lower the storm doors
L2: - χαμηλώστε τις πόρτες καταιγίδας

storm.NOUNθύελλα/θύελλεςShort phrases:
(right, storm), (fire, storm), (get, bad), (dust, storm)


Words:
rage, sir, warn, face
fire, kill, dust, surge



L1: the storm is over
L2: η θύελλα τελείωσε

L1: you've unleashed a storm
L2: εσπειρες θύελλα

L1: it's only a storm
L2: μια θύελλα είναι

L1: it caused a shit storm
L2: - προκάλεσε θύελλα

L1: i'll ride out the storm
L2: θα βγώ έξω από την θύελλα

storm.NOUNστορμShort phrases:
(needle, storm), (work, storm), (lester, lester), (lester, storm)
(sorry, storm), (kill, storm), (derrick, storm)

Words:
work, warning, find, thing
lester, fall, derrick, think, cyclop, get, sorry, three



L1: my name is storm
L2: ονομάζομαι στορμ

L1: storm some cover please
L2: στορμ λίγη κάλυψη παρακαλώ

L1: you're a dead man storm
L2: είσαι νεκρός στορμ

L1: - i love you storm
L2: - σ'αγαπάω στορμ

L1: storm we got trouble out here
L2: στορμ έχουμε φασαρίες εδώ έξω

donor.NOUNοργάνων/οργάνοςShort phrases:
(liver, donor), (want, organ), (organ, donor)


Words:
sign, liver, organization, people
card, organ



L1: sarah was a registered donor
L2: η σάρα ήταν δότρια οργάνων

L1: she was an organ donor
L2: ήταν δωρητής οργάνων

L1: his wife signed an organ donor card
L2: η γυναίκα του υπέγραψε κάρτα δωρητή οργάνων

L1: good luck in finding a compatible organ donor nice
L2: καλή τύχη στην εύρεση δωρητή οργάνων καλό

L1: oh grey um is your patient an organ donor
L2: γκρέι ο ασθενής σου είναι δωρητής οργάνων

donor.NOUNχορηγός/χορηγούShort phrases:
(big, donor), (major, donor), (one, donor), (large, donor)
(wealthy, donor)

Words:
big, major, donor, one
large, go, financial, wealthy



L1: this is hamilton's donor list
L2: η λίστα με τους χορηγούς του χάμιλτον

L1: kill the other four donors
L2: σκότωσε τους άλλους τέσσερις χορηγούς

L1: there seems to be only one donor
L2: - φαίνεται να υπάρχει μόνο ένας χορηγός

L1: richard is one of our biggest donors
L2: από τους μεγαλύτερους χορηγούς μας

L1: opening night fundraising meetandgreet with our donors
L2: πρεμιέρα συνάντηση με τους χρηματοδότες χαιρετισμό των χορηγών

turn.VERBαπέρριψα/απέρριψαν/απέρριψες/απέρριπτεShort phrases:
(business, loan), (already, turn), (hear, turn), (know, turn)


Words:
request, grant, opportunity, two
flat, chance, case, proposal, away, offer, job



L1: you turned them down
L2: - τους απέρριψες - ναι

L1: i turned 'em down
L2: τους απέρριψα

L1: they turned him down
L2: τον απέρριψαν όλοι

L1: i've turned down offers
L2: απέρριψα προσφορές

L1: i turned down matthew crawley
L2: - απέρριψα τον μάθιου κρόλι

turn.VERBαπορρίψει/απορρίπτει/απορρίπτωShort phrases:
(enough, turn), (three, time), (mean, turn), (never, turn)


Words:
good, nose, offer, people
free, mean, lot, never



L1: you're turning that down
L2: και το απορρίπτεις

L1: lucas turns me down
L2: ο λούκας με απορρίπτει

L1: they've turned you down
L2: σε απορρίπτουν

L1: they turned you down
L2: αφου σε έχουν ηδη απορρίψει

L1: i turn from nothing
L2: - δεν απορρίπτω τίποτα

turn.VERBδυνάμωσέ/δυνάμωσε/δυναμώσωShort phrases:
(hey, turn), (let, turn)


Words:
-, louder, radio, let
music, oh, heat, sound, volume, hey



L1: turn it up handsome
L2: - δυνάμωσε το κούκλε

L1: - turn it up
L2: δυνάμωσέ το

L1: turn up the juice
L2: δυνάμωσέ το

L1: ok turn it up
L2: - δυνάμωσέ το

L1: carl turn it up
L2: καρλ δυνάμωσέ το

turn.VERBάνοιξα/άνοιξέ/ανοιξεShort phrases:
(see, call), (come, office), (well, turn), (tv, sam)


Words:
phone, yeah, gps, george
camera, radio, tv



L1: turn that back on
L2: λεά άνοιξέ το

L1: just turn it on
L2: απλώς άνοιξέ την

L1: no turn it on
L2: μισό λεπτό όχι άνοιξέ την

L1: - turn it on
L2: άνοιξέ την

L1: okay turn it on
L2: εντάξει άνοιξέ το

turn.VERBχαμήλωσέ/χαμηλώσει/χαμηλώσω/χαμηλώστεShort phrases:
(little, bit), (please, turn), (mind, turn), (could, turn)
(can, turn)

Words:
tell, radio, ask, please
mind, volume, could, music



L1: turn it down dee
L2: χαμήλωσέ το

L1: turn the music down
L2: χαμηλώστε τη μουσική

L1: turn it down okay
L2: χαμήλωσέ το εντάξει

L1: turn it down ozzy
L2: χαμήλωσέ το όζζυ

L1: turn it down please
L2: χαμήλωσέ το σε παρακαλώ

turn.VERBάναβε/ανάβειShort phrases:
(still, turn), (would, turn), (know, turn), (kind, turn)
(really, turn)

Words:
even, know, yeah, kind
really, light



L1: it turns them on
L2: τ' ανάβει

L1: whatever turns you on
L2: οτιδήποτε σε ανάβει

L1: don't turn those on
L2: μη τ' ανάβεις

L1: it turns you on
L2: - η τσαντίλα σ' ανάβει

L1: turn on the light
L2: δεν ανάβεις το φώς

turn.VERBστρίβει/στρίβωWords:
west, north, street, south
keep, around, corner, wheel, left, onto, right, leave



L1: you turn that knob
L2: - στρίβεις το πόμολο

L1: you turn and slide
L2: στρίβεις και γλιστράς

L1: he's turning here it is
L2: στρίβει

L1: now he turns the corner
L2: τώρα στρίβει στη γωνία

L1: want to see me turn
L2: θέλεις να με δεις να στρίβω

turn.VERBκατέδωσε/κατέληγε/κατέληξανShort phrases:
(find, turn), (father, one), (someone, turn), (sorry, turn)
(think, would), (would, turn)

Words:
contact, sorry, always, dead
like, would, one



L1: you turned her in
L2: την κατέδωσες

L1: these turned out beautifully
L2: τελικά όλα κατέληξαν ωραία

L1: he turned me in
L2: αυτός με κατέδωσε

L1: all three turned up dead
L2: και οι τρεις κατέληξαν νεκροί

L1: all has turned to vain ambition
L2: ΄oλα κατέληξαν σε κενη φιλοδοξία

turn.VERBαποδειχτώShort phrases:
(someone, know), (like, turn), (look, turn), (tell, turn)
(probably, turn), (good, thing), (even, turn), (al, sink), (may, turn)

Words:
make, like, case, probably
could, even, may



L1: i'd rather it turned out not to be true
L2: θα προτιμούσα να αποδειχτεί ότι δεν είναι αλήθεια

L1: and if he doesn't turn out to be credible then
L2: - κι αν δεν αποδειχτεί αξιόπιστος

L1: i'd be surprised if these accusations turn out to be true
L2: θα έμενα έκπληκτος αν οι κατηγορίες αποδειχτούν αληθινές

L1: if it turns out that joff soika was murdered i just did
L2: αν αποδειχτεί ότι ο τζοφ σόικα δολοφονήθηκε τότε μόλις το έκανα

L1: you know i have to admit i hope it turns out whitby is innocent
L2: ξέρεις οφείλω να ομολογήσω ότι ελπίζω να αποδειχτεί πως ο γουίτμπυ είναι αθώος

turn.VERBσβήνει/σβήσ/σβήστεShort phrases:
(damn, light), (motor, please), (light, please)


Words:
flashlight, machine, damn, madam
vehicle, goddamn, motor, em, engine, light



L1: turn off the car
L2: σβήστε τη μηχανή

L1: turn off the light
L2: - σβήστε τα φώτα

L1: turn off your lights
L2: σβήστε τους φακούς σας

L1: turn off your flashlights
L2: σβήστε τους φακούς

L1: turn off your engines
L2: σβήστε τις μηχανές σας

turn.VERBεξελίχθηκαν/εξελίχθηκεShort phrases:
(everything, turn), (way, plan), (life, turn), (thing, turn)


Words:
huh, everything, okay, life
pretty, well, thing, fine, way



L1: she turn out okay
L2: εξελίχθηκε καλά όμως

L1: it all turned out all right
L2: όλα εξελίχθηκαν μια χαρά

L1: but look how well things have turned
L2: - μα κόιτα πόσο καλά εξελίχθηκαν τα πράγματα

L1: probably turned into some potluck postermaking singalong
L2: πιθανώς εξελίχθηκε σε φαγοπότι κατασκευή πανό και ομαδικό τραγούδι

L1: come on your life turned out great
L2: έλα τώρα η ζωή σου εξελίχθηκε υπέροχα

turn.VERBκαταδώσει/καταδώσωShort phrases:
(duty, turn), (want, turn), (threaten, turn), (go, turn)


Words:
duty, help, forstman, get
go, want, threaten, us



L1: let's turn them in
L2: - ας τους καταδώσουμε

L1: don't turn me in
L2: μη με καταδώσεις

L1: - i'm turning you in
L2: - θα σε καταδώσω

L1: i can't turn ethan in
L2: - δεν μπορώ να τον καταδώσω

L1: i won't turn you in
L2: δε θα σε καταδώσω

turn.VERBπαρέδωσα/παρέδωσαν/παρέδωσεςShort phrases:
(already, turn), (last, night)


Words:
already, find, last, book
paperwork, report, weapon, tape, badge, paper



L1: based on me turning over luke
L2: βάσει του ότι σου παρέδωσα τον λουκ

L1: turned in my badge this morning
L2: παρέδωσα το σήμα μου σήμερα το πρωί

L1: nothing of that description's been turned in
L2: δεν παρέδωσαν κάτι σχετικό

L1: why did you turn in your badge
L2: γιατί παρέδωσες το σήμα σου

L1: i turned everything over to the detective
L2: τα παρέδωσα όλα στο ντετέκτιβ

turn.VERBάλλαξα/άλλαζε/αλλάζειShort phrases:
(battering, ram), (flashlight, battering), (furniture, turn), (watch, turn)
(life, around)

Words:
furniture, rearrange, would, upside
watch, tide, life, around



L1: i turned that mother out
L2: τους άλλαξα τα φώτα

L1: i got turned around somehow
L2: κάποια στιγμή άλλαξα κατεύθυνση

L1: have many have you turned
L2: πόσους άλλαξες

L1: but everything i've done since turning
L2: αλλά όσα έκανα από τότε που άλλαξα

L1: would you rather he turned you
L2: θα προτιμούσες να σε άλλαζε

turn.VERBκλείσ'το/κλείστοςShort phrases:
(hey, turn), (well, turn), (seriously, turn), (okay, turn)
(come, turn)

Words:
seriously, fucking, okay, -
come, shit, please, thing



L1: turn it off weinbauer
L2: κλείσ'το γουάινεπάουερ

L1: fucking turn it off
L2: κλείστο επιτέλους

L1: - turn it off
L2: - κλείστο

L1: turn it off man
L2: κλείσ'το

L1: no turn it off
L2: κλείσ'το

turn.VERBενεργοποίησε/ενεργοποιήστεShort phrases:
(carlene, turn), (gravity, generator), (generator, back)


Words:
hose, carlene, neuro, alarm
tv, power, machine, gravity, generator, fuckin



L1: turn on your beacon
L2: ενεργοποίησε τους ανιχνευτές σου

L1: turn on the guns
L2: ενεργοποίησε τα όπλα

L1: turn on the suction
L2: ενεργοποιήστε την αναρρόφηση

L1: rev turn on the active sensors
L2: ρεβ ενεργοποίησε τους ενεργούς αισθητήρες

L1: how long since fargo turned on the generator
L2: πόσο έχει περάσει απ' τη στιγμή που ο φάργκο ενεργοποίησε τη συσκευή

turn.VERBαπενεργοποίησε/απενεργοποιήστεShort phrases:
(electronic, device), (borat, turn), (traction, control), (cell, phone)
(please, turn)

Words:
sir, please, electronic, camera
traction, borat, cell, alarm



L1: turn off sensitive electric equipment
L2: έλεγξε το διακόπτη απενεργοποιήστε ευαίσθητες ηλεκτρικές συσκευές

L1: turn off the cruise control
L2: απενεργοποίησε το σταθερό

L1: did the chief turn it off
L2: γιατί μήπως ο κ δντής τον απενεργοποίησε

L1: she just turned her cell phone off
L2: μόλις απενεργοποίησε το κινητό της

L1: please turn off all portable electronic devices
L2: παρακαλώ απενεργοποιήστε όλες της φορητές ηλεκτρονικές συσκευές

turn.VERBturned/turningShort phrases:
(moment, turn), (route, 9), (neck, turn), (see, neck)


Words:
moment, 9, route, away
red, around, neck, white, %, back, #



L1: so handsome you turned out
L2: τόσο όμορφος you turned out

L1: everything's black no turning back no
L2: * everything's black no turning back no *

L1: unless they turned on us first
L2: unless they turned on us first

L1: i'm done the mule's turned to glue
L2: the mule's turned to glue

L1: i'm turning in my running shoes to you
L2: i'm turning in my running shoes to you

relative.ADJσχετικό/σχετικόςShort phrases:
(time, relative), (truth, relative), (safe, relative)


Words:
term, truth, time, well
space, thing, safety, peace, humidity, bear



L1: yes humanity is relative
L2: ναι η ανθρωπιά είναι σχετική

L1: but small it's relative
L2: αλλά το μικρό είναι σχετικό

L1: the truth is relative
L2: η αλήθεια είναι σχετική

L1: short long are relative
L2: μακροπρόθεσμη βραχυπρόθεσμη είναι σχετικές έννοιες

L1: what's the relative velocity
L2: ποια είναι η σχετική ταχύτητα

relative.ADJσυγγενή/συγγενήςShort phrases:
(dead, relative), (friend, relative), (blood, relative), (living, relative)


Words:
live, last, close, distant
maybe, friend, blood, living



L1: do you know which relative
L2: - ξέρεις ποιος συγγενής

L1: a girlfriend relative who knows
L2: μια φιλενάδα συγγενής ποιος ξέρει

L1: are you her only relative
L2: είστε η μόνη συγγενής της

L1: where does your relative live
L2: που ζει ο συγγενής

L1: - are you his relative
L2: - είστε συγγενής του

campaign.NOUNεκστρατείαShort phrases:
(support, campaign)


Words:
long, every, would, strategy
sabotage, support, help, us, terror, last, get



L1: she runs the campaign
L2: εκείνη διευθύνει την προεκλογική εκστρατεία

L1: during the campaign before
L2: - κατά την εκστρατεία

L1: he masterminded military campaigns
L2: εμπνεύστηκε στρατιωτικές εκστρατείες "

L1: the campaign the election
L2: η προεκλογική εκστρατεία οι εκλογές

L1: everyone's in campaign mode
L2: όλοι μετέχουν σε εκστρατεία

campaign.NOUNκαμπάνιαShort phrases:
(marketing, campaign), (advertising, campaign), (run, campaign), (new, campaign)
(ad, campaign)

Words:
car, go, mr., marketing
advertising, work, new, ad



L1: i spearheaded that campaign
L2: ηγήθηκα της καμπάνιας

L1: we're running a campaign
L2: έχουμε μια καμπάνια

L1: this campaign is doa
L2: αυτή η καμπάνια είναι νεκρή ήδη

L1: my campaign committee yeah
L2: της καμπάνιας μου ναι

L1: it's a good campaign
L2: - είναι καλή καμπάνια

campaign.NOUNπροεκλογικόςShort phrases:
(together, campaign), (get, campaign), (election, campaign), (good, campaign)


Words:
election, contribution, amy, speech
good, promise, manager, trail



L1: i keep my campaign promises
L2: κρατάω τις προεκλογικές μου υποσχέσεις

L1: i found the governor's campaign materials
L2: βρήκα υλικό της προεκλογικής εκστρατείας του κυβερνήτη

L1: these campaign buttons are all partisan
L2: είναι προεκλογικές κονκάρδες από κόμματα

L1: she got a campaign manager didn't she
L2: όρισε υπεύθυνο για την προεκλογική εκστρατεία έτσι

L1: probably the campaign accountants shutting it down
L2: πιθανόν η προεκλογική εκστρατεία τον έκλεισε

grow.VERBενήλικα/ενήλικας/ενήλικη/ενήλικοςShort phrases:
(kid, grow), (look, grow), (fully, grow), (full, grow)


Words:
fully, life, act, kid
look, full, make, people, woman, adult, man



L1: i have grown grandchildren
L2: έχω ενήλικα εγγόνια

L1: full grown by now
L2: ενήλικας πλέον

L1: all very grown up
L2: πολύ ενήλικη συμπεριφορά

L1: it's all grownup and pretty
L2: είναι τόσο ενήλικη και όμορφη

L1: is there a grownup home
L2: - υπάρχει ενήλικας στο σπίτι

grow.VERBαυξήθηκε/αυξηθώShort phrases:
(population, grow), (influence, grow), (would, grow), (much, grow)
(number, grow)

Words:
population, size, fond, limb
crop, time, exponentially



L1: it will only grow
L2: θα αυξηθεί

L1: it grew from there
L2: αυξήθηκε από τότε

L1: now it's just grown exponentially
L2: τώρα όλο αυτό έχει αυξηθεί εκθετικά

L1: i do my feelings have grown
L2: τα συναισθήματά μου έχουν αυξηθεί

L1: no i've grown progressively fond of concrete
L2: όχι έχω αυξηθεί σταδιακά η λατρεία για το concrete

grow.VERBφυτέψω/φυτρώνω/φύτρωσε/φυτρώσωShort phrases:
(plant, grow), (hair, grow), (flower, grow), (let, grow)
(grass, grow), (nothing, grow)

Words:
new, think, wild, flower
plant, hair, grass, nothing, tree



L1: spaghetti grows in spaghetti fields
L2: τα μακαρόνια φυτρώνουν στα χωράφια

L1: nothing can grow in this
L2: τίποτε δε φυτρώνει εδώ

L1: shit growing all over 'em
L2: σκατά να φυτρώνουν πάνω τους

L1: anything will grow in wessex
L2: όλα φυτρώνουν στο ουέσεξ

L1: i say let it grow
L2: λέω ας φυτρώσει

grow.VERBαυξάνω/αυξανόμενη/αυξανόμενοςShort phrases:
(fast, grow)


Words:
population, pain, concern, influence
fast, power, movement, sense, among, fear, threat, number



L1: you see our numbers growing
L2: βλέπετε τον αριθμό μας να αυξάνετε

L1: a growing body needs nutrition
L2: ένα αυξανόμενο σώμα χρειάζεται τροφή

L1: the goddess grows in power
L2: η θεά αυξάνει σε δύναμη

L1: to match my growing collection
L2: για να ταιριάζει με την αυξανόμενη συλλογή μου

L1: she's having some growing pains
L2: - έχει κάποια αυξανόμενα προβλήματα

grow.VERBγεράσει/γερνώShort phrases:
(want, grow), (people, grow), (never, grow), (old, together)
(see, grow), (old, die), (fast, see)

Words:
want, begin, see, together
old



L1: don't grow old dear
L2: μην γεράσεις αγάπη μου

L1: don't grow old darling
L2: μην γεράσεις αγάπη μου

L1: you will never grow old
L2: δε θα γεράσεις ποτέ

L1: before you really do grow old
L2: πριν γεράσεις πραγματικά

L1: you know growing old is horseshit
L2: ξέρεις το να γερνάς είναι σκατά

tremor.NOUNτρέμουλοShort phrases:
(say, anything), (indication, tremor), (left, hand), (essential, tremor)
(right, hand)

Words:
hand, shake, dbs, develop
go, indication, left, essential, right



L1: or gongbang with the tremor
L2: ή ο γκονγκμπανγκ με το τρέμουλο

L1: - tremors in the muscle fiber
L2: - τρέμουλο στις μυϊκές ίνες

L1: there's that intention tremor that he noticed
L2: νάτο το τρέμουλο που είχε παρατηρήσει

L1: so tremor or no tremor i have to try
L2: αν δεν την κάνω ο άνθρωπος αυτός θα πεθάνει γι' αυτό με τρέμουλο ή χωρίς πρέπει να προσπαθήσω

L1: are we okay did that tremor throw off the system
L2: το τρέμουλο απενεργοποίησε το σύστημα

tremor.NOUNδόνηση/δονήσειShort phrases:
(get, strong), (seismic, tremor), (feel, tremor), (cause, tremor)
(earth, tremor)

Words:
strong, seismic, feel, would
cause, earth



L1: there are tremors around us
L2: υπάρχουν δονήσεις γύρω μας

L1: ardra would you stop the tremors
L2: άρντρα θα σταματήσεις τις δονήσεις

L1: hey at least the tremors have stopped
L2: τουλάχιστον σταμάτησαν οι δονήσεις

L1: the tremor must have shaken the rocks loose
L2: - η δόνηση χαλάρωσε τους βράχους

L1: just a minor tremor measured 25 on the richter scale
L2: μια ελαφριά δόνηση των 25 ρίχτερ

coalition.NOUNσυνασπισμόShort phrases:
(new, coalition), (must, protect), (protect, espheni), (put, together)
(together, coalition), (try, build), (up, coalition), (government, up)

Words:
new, together, put, must
protect, would, need



L1: this group here people's freedom coalition
L2: αυτή εδώ η ομάδα ανθρώπινος συνασπισμός ελευθερίας

L1: the moon shall join your coalition
L2: το φεγγάρι θα ενταχθεί στον συνασπισμό σου ναι

L1: my coalition is fighting for the integrity of the party
L2: ο συνασπισμός μου μάχεται για την αξιοπιστία του κόμματος

L1: well a coalition government will have a certain honeymoon period
L2: λοιπό ένας κυβερνητικός συνασπισμός θα έχει ένα συγκεκριμένο διάστημα για μήνα του μέλιτος

L1: wentworth doesn't have anything like enough crossparty support to put a coalition together
L2: ο γουέντγουορθ δεν έχει διακομματική υποστήριξη για να φτιάξει συνασπισμό

coalition.NOUNσυμμαχίαShort phrases:
(moment, loose), (loose, coalition), (broad, authority), (consider, coalition)
(authority, determine)

Words:
consider, broad, time, force
real, planet, coalition, form



L1: our coalition bears fruit geminus
L2: η συμμαχία μας αποδίδει τζέμινις

L1: running around could disrupt our coalition
L2: η κωλυσιεργία μπορεί να επηρεάσει τη συμμαχία μας

L1: - a coalition the four of us
L2: μια συμμαχία από εμάς τους τέσσερις

L1: there's nothing more american than coalition building
L2: τίποτα πιο αμερικανικό από τη δημιουργία συμμαχιών το πρώτο που έκανε ο τζον γουέιν ήταν να φτιάχνει απόσπασμα

L1: i guess that's one way to build a coalition
L2: έτσι χτίζεις συμμαχίες

set.VERBδιαδραματίζεται/δύω/δύσωShort phrases:
(moon, set), (film, set), (sun, rise), (sun, never)
(rise, set), (sun, set)

Words:
napoleonic, soon, west, film
moon, every, rise, sun



L1: the sun will set
L2: ο ήλιος θα δύσει

L1: and as the setting sun
L2: όπως ο ήλιος που δύει πηγαίνει για να ξεκουραστεί αυτή την όμορφη μέρα

L1: tonight the sun sets forever
L2: απόψε ο ήλιος δύει για πάντα

L1: and the sun will set earlier
L2: και ο ήλιος θα δύσει νωρίτερα

L1: the sun should be setting soon
L2: ο ήλιος θα δύσει σύντομα

set.VERBστρώσε/στρώσει/στρώσωShort phrases:
(come, set), (back, set), (place, table), (room, table)
(go, set), (help, set), (another, place)

Words:
come, go, another, help
straight, place, table



L1: better table was set
L2: ποτέ δεν έμαθες να μαγειρεύεις γι'αυτό στρώσε καλύτερα το τραπέζι

L1: - set the table
L2: - στρώσε το τραπέζι

L1: mind setting the table
L2: σε πειράζει να στρώσεις το τραπέζι

L1: i'll set the table
L2: θα στρώσω το τραπέζι

L1: set the table honey
L2: στρώσε τραπέζι

set.VERBελευθερώνω/ελευθέρωσέ/ελευθέρωσε/ελευθερώστεShort phrases:
(people, free), (free, ¤), (please, set), (king, set)
(us, free)

Words:
truth, please, king, love
¤, loose, free



L1: she set me free
L2: με ελευθέρωσε

L1: set me free warden
L2: ελευθέρωσέ με διευθυντά

L1: set me free richard
L2: ελευθέρωσε με ρίτσαρντ

L1: just set me free
L2: απλώς ελευθέρωσέ με

L1: she set them free
L2: όλοι αναφωνούν αυτή τους ελευθέρωσε

set.VERBπαγίδεψε/παγίδευσε/παγιδεύσωShort phrases:
(conner, set), (guy, set), (use, set), (find, set)
(somebody, set), (someone, set), (try, set)

Words:
could, conner, jason, nathan
use, somebody, someone, try



L1: a set me up
L2: με παγίδευσε ο α

L1: anna set us up
L2: η 'ννα μας παγίδεψε

L1: she set you up
L2: σε παγίδεψε

L1: costa set him up
L2: ο κόστα τον παγίδεψε

L1: you set john up
L2: παγίδεψες τον τζον

set.VERBέτοιμας/ετοιμαστούμε/έτοιμεςShort phrases:
(let, get), (get, set), (okay, set), (let, set)
(everything, set)

Words:
well, sir, go, get
ready, okay, tomorrow, let, everything



L1: all set for extinction
L2: όλα έτοιμα για τον αφανισμό

L1: let's get set here
L2: ας ετοιμαστούμε

L1: it's all set up
L2: - είναι όλα έτοιμα

L1: - everything's already set
L2: όλα έτοιμα

L1: - we're all set
L2: - όλα έτοιμα - σχεδόν

set.VERBσαλπάρω/σετShort phrases:
(dresser, set), (two, turn), (chess, set), (game, set)
(chemistry, set)

Words:
two, turn, dresser, get
want, chess, game, chemistry, match, sail



L1: set sail at once
L2: ας σαλπάρουμε αμέσως

L1: let's set sail sailor
L2: - σαλπάρουμε ναύτη

L1: prepare to set sail
L2: προετοιμαστείτε για να σαλπάρουμε

L1: set and game to father
L2: ο πατέρας κερδίζει και στα σετ και στον αγώνα

L1: we set sail at dawn
L2: σαλπάρουμε το ξημέρωμα

set.VERBέθεσα/έθεσεShort phrases:
(man, set), (surrender, term), (term, set)


Words:
single, high, record, forth
new, term, goal, bar, motion



L1: tabor set us up
L2: το tabor μας έθεσε επάνω

L1: well you set the bar high
L2: έθεσες πολύ ψηλά τον πήχη γεγονός

L1: something down here is setting it off
L2: κάτι εδώ κάτω το έθεσε σε ισχύ

L1: and roofie i set a world record man
L2: και roofie έθεσα ένα παγκόσμιο ρεκόρ ο άνθρωπος

L1: i've set the transporter confinement parameters to maximum
L2: έθεσα τις παραμέτρους περιορισμού του μεταφορέα στο μέγιστο

set.VERBέστηνε/έστησα/έστησε/έστησεςShort phrases:
(think, set), (must, set), (tell, set), (one, set)
(whoever, set), (whole, thing)

Words:
know, think, tell, thing
whoever, whole, us



L1: she set him up
L2: του την έστησε

L1: you set him up
L2: του την έστησες

L1: you set us up
L2: εσύ τους την έστησες

L1: i set up al
L2: εγώ την έστησα στον αλ

L1: carter set it up
L2: - ο κάρτερ το έστησε

set.VERBθέσε/θέστε/θέτει/θώShort phrases:
(computer, set), (one, throughout), (condition, one)


Words:
sight, goal, condition, example
rule, throughout, boundary, standard, course



L1: - set esb trajectory
L2: θέσε τροχιά esb

L1: you set the tone
L2: θέτεις τον τόνο

L1: set your board to green
L2: θέσατε τον πίνακα στο πράσινο

L1: you're setting conditions for me
L2: θέτεις όρους σε μένα

L1: set a course to earth
L2: θέσε πορεία προς τη γη

set.VERBστημένη/στήνει/στήνωShort phrases:
(start, set)


Words:
ambush, new, right, camp
perimeter, roadblock, house, like, job, start, shop, trap



L1: you setting me up
L2: θα τα φέρω μου τη στήνεις

L1: she's setting us up
L2: μας τη στήνει

L1: they're setting up roadblocks
L2: στήνουν μπλόκα στους δρόμους

L1: i'm being set up
L2: μου την είχαν στημένη

L1: you were set up
L2: χριστέ μου σου την έχουν στημένη

set.VERBτοποθέτησε/τοποθετηθώ/τοποθετώShort phrases:
(chest, tube), (need, set), (bomb, set), (alarm, system)


Words:
exploder, need, watch, line
around, government, explosive, charge, bomb



L1: explosive is set up explosive is set up
L2: έχουν τοποθετηθεί τα εκρηκτικά έχουν τοποθετηθεί τα εκρηκτικά

L1: next time bring her to set up the cans
L2: την επόμενη φορά φέρτην να τοποθετεί τα κουτάκια

L1: we think there were bombs set in the building
L2: νομίζω ότι είχαν τοποθετηθεί βόμβες στο κτήριο

L1: setting atomic nine iron to 35o and adjusting for permanent settings
L2: τοποθετώ τον ατομικό σίδηρο εννέα στους 350 και τον ρυθμίζω για μόνιμες ρυθμίσεις

L1: with your praetorium to be set at forward position as commanded
L2: με το πραιτόριό σας να τοποθετηθεί μπροστά όπως διατάξατε

set.VERBενεργοποίησε/ενεργοποιώShort phrases:
(fire, alarm), (metal, detector)


Words:
detector, timer, would, accidentally
motion, fire, metal, bomb, alarm



L1: just set the lock
L2: απλά ενεργοποίησε την κλειδαριά

L1: who set off the alarm
L2: ποιος ενεργοποίησε τον συναγερμό

L1: she set off her emergency beacon
L2: ενεργοποίησε τον πομπό έκτακτης ανάγκης

L1: maybe people are setting off the plants
L2: μήπως οι άνθρωποι ενεργοποιούν τα φυτά μα τι λες

L1: what nefarious scheme has gloria set into motion
L2: τι φαύλο σχέδιο ενεργοποίησε η γκλόρια

set.VERBσυσταθώShort phrases:
(let, get), (friend, set), (stand, set), (leave, set)
(case, set), (day, care), (get, set)

Words:
stand, leave, case, committee
investigate, get



L1: so you were set up
L2: έτσι ... που έχουν συσταθεί

L1: jack was being set up
L2: jack είχε συσταθεί

L1: we should set up camp
L2: θα πρέπει να συσταθεί στρατόπεδο

L1: herrmann set up an ariel pipe
L2: herrmann που έχει συσταθεί ένα σωλήνα ariel

L1: some model scout set it up
L2: μερικά ανίχνευση μοντέλο έχει συσταθεί

set.VERBξαναπατήσει/ξαναπατήσωShort phrases:
(much, set), (foot, land), (ever, set), (foot, house)
(never, set)

Words:
much, ever, never, foot




L1: that y0u never set f00t there again
L2: δεν θα ξαναπατήσεις ποτέ εκεί ξανά

L1: do not set foot on my property again
L2: μην ξαναπατήσεις στην ιδιοκτησία μου ξανά

L1: i'm never setting foot in that market again
L2: δεν θα ξαναπατήσω ποτέ σ' εκείνο το σούπερ μάρκετ

L1: never never set foot in this house again
L2: ποτέ ποτέ μη ξαναπατήσεις σ' αυτό εδώ το σπίτι

L1: i'm never setting foot in that place again
L2: δεν θα ξαναπατήσω σε αυτό το μέρος ποτέ ξανά

set.VERBτέθηκε/τεθώShort phrases:
(force, set), (thing, set), (condition, one), (successful, spanish)
(way, help), (stage, successful), (already, set), (course, set)

Words:
condition, way, thing, force
30, already, motion



L1: course will be set automatically
L2: h πορεία θα τεθεί αυτόματα

L1: - course set by whom
L2: - τέθηκε από ποιον

L1: explosives are set for a detonation
L2: τα εκρηκτικά έχουν τεθεί για εκπυρσοκρότηση .

L1: the final piece has been set into motion
L2: το τελευταίο κομμάτι έχει ήδη τεθεί σε κίνηση

L1: it was a temporal transponder set to give off tachyon signals
L2: - ήταν ένας αναμεταδότης τέθηκε ώστε να εκπέμπει ταχυονικά σήματα

set.VERBστήθηκε/στηθώShort phrases:
(camp, set), (system, set), (supply, set), (command, post)
(roadblock, set), (bait, set), (perimeter, set), (trap, set), (stage, set)

Words:
supply, camp, line, roadblock
bait, stage



L1: the trap is set
L2: η παγίδα στήθηκε

L1: the hook was set
L2: το δόλωμα στήθηκε

L1: dolly's not set up
L2: η dolly δεν έχει στηθεί

L1: are the charges set
L2: έχουν στηθεί τα εκρηκτικά

L1: i helped them set that up
L2: - βοήθησα να στηθεί ξέρω που βρίσκεται

set.VERBεγκατασταθώ/εγκαταστήσωShort phrases:
(45, second), (one, 45), (must, tell), (need, set)
(want, set)

Words:
monday, camera, get, want
government, help, radio, basic



L1: you're already set in
L2: έχεις εγκατασταθεί κάπου

L1: maybe when he's set up
L2: ίσως όταν εγκατασταθεί πλήρως

L1: mayans are setting up in stockton
L2: οι μάγιανς θα εγκατασταθούν στο στόκτον

L1: you've kind of set up office there
L2: έχεις εγκατασταθεί εκεί

L1: hey i'll set you up in the kitchen
L2: θα σε εγκαταστήσω στην κουζίνα

set.VERBόρομαιShort phrases:
(god, set), (judge, set)


Words:
rule, court, god, point
course, judge, bail, date



L1: - no set appointment
L2: όχι όρισε ραντεβού

L1: set the arc at 63
L2: όρισε την καμπύλη στα 63

L1: mr valentine has set the price
L2: ο κ βάλενταϊν όρισε την τιμή

L1: he set the time and place
L2: όρισε το μέρος και την ώρα

L1: xo set a threesailor liberty party rule
L2: - ο ύπαρχος όρισε ομάδα τριών για έξοδο

set.VERBοργάνωσεShort phrases:
(one, great), (great, weekend), (pettigrew, set), (conference, call)
(show, set), (joint, chiefs)

Words:
pettigrew, briefing, call, show
special, conference, secret, whole, meeting



L1: jimmy set it up
L2: ο τζίμι το οργάνωσε

L1: set up a press conference
L2: οργάνωσε συνέντευξη τύπου

L1: did his lawyer set this up
L2: - η δικηγόρος του το οργάνωσε

L1: i think she set him up catherine
L2: αυτή το οργάνωσε

L1: thanks for setting up the barbecue and everything
L2: ευχαριστώ που οργάνωσες το μπάρμπεκιου και όλα

tour.NOUNπεριοδείαShort phrases:
(national, tour), (come, tour), (go, back), (cancel, tour)
(world, tour), (book, tour), (go, tour)

Words:
first, summer, together, come
back, big, cancel, national, world, book, go



L1: no tours no clubs
L2: όχι περιοδείες ούτε κλαμπ

L1: just taking the tour
L2: απλά κάνουν τη περιοδεία

L1: the tour begins tomorrow
L2: η περιοδεία ξεκινά αύριο

L1: then a tour abroad
L2: στη συνέχεια μια περιοδεία στο εξωτερικό

L1: my tour my rules
L2: είναι η περιοδεία μου είναι οι κανόνες μου

tour.NOUNξενάγηση/ξεναγήσει/ξεναγόςShort phrases:
(set, tour), (want, tour), (private, tour), (grand, tour)
(give, tour)

Words:
house, enjoy, little, want
personal, studio, private, grand, give, guide



L1: i love the tour
L2: λατρεύω την ξενάγηση

L1: well there's the tour
L2: αυτή ήταν η ξενάγηση .

L1: - they have tours
L2: - γίνονται ξεναγήσεις

L1: want a tour guide
L2: - θες μια ξενάγηση

L1: we took a little tour
L2: του έκανα ξενάγηση

tour.NOUNπεριήγηση/περιηγήσειShort phrases:
(walk, tour), (helicopter, tour), (thank, tour), (take, tour)


Words:
even, plan, helicopter, find
facility, time, quick, city, please, start, fallujah, take



L1: a most exciting tour lieutenant
L2: και μια ιδιαιτέρως συναρπαστική περιήγηση υπαστυνόμε ιδιαιτέρως συναρπαστική

L1: james tours leave at 915
L2: τζέημς οι περιηγήσεις φεύγουν στις 915

L1: we arrange tours between the islands
L2: οργανώνουμε περιηγήσεις στα νησιά

L1: do you want the whole tour
L2: θέλετε ολόκληρη την περιήγηση

L1: oh you didn't get the tour
L2: δεν έκανες την περιήγηση

tour.NOUNτουρ/τουριστικό/τουρνέShort phrases:
(book, tour), (come, back), (think, tour), (big, tour)


Words:
also, london, movie, cancel
orient, europe, organize, asia, bus



L1: i've been to every tour
L2: έχω πάει σ' όλες τις τουρνέ τους

L1: it's like being on tour again
L2: είναι λες και βγαίνεις ξανά σε τουρνέ

L1: - it was a tour bus
L2: - τουριστικό λεωφορείο ήταν

L1: i was on tour in philly
L2: κάνω τουρ στο philly

L1: june we ain't blowing the tour
L2: δε χαλάμε την τουρνέ

tour.NOUNθητείαShort phrases:
(month, leave), (iraq, afghanistan), (third, tour), (three, tour)
(two, tour)

Words:
complete, three, gulf, third
four, serve, two, iraq, afghanistan, duty



L1: two tours fallujah myself marines
L2: εγώ δύο θητείες στη φαλούζα στους πεζοναύτες

L1: second tour fucked me up good
L2: η δεύτερη θητεία με τσάκισε αλλά δεν θέλουν να ξέρουν

L1: look this is my last tour
L2: - είναι η τελευταία μου θητεία

L1: three tours in iraq purple heart
L2: τρεις θητείες στο ιράκ μωβ καρδιά

L1: served two tours in afghanistan together
L2: υπηρετήσαμε δύο θητείες μαζί στο αφγανιστάν

smither.NOUNσμίδερShort phrases:
(let, go), (go, smither), (thwart, early), (early, attempt)


Words:
win, scoop, let, give
think, thwart, mr., go, -



L1: i you're not smithers
L2: θα δεν είσαι ο σμίδερς

L1: oh of course smithers
L2: φυσικά σμίδερς

L1: smithers take me home
L2: σμίδερς πήγαινέ με σπίτι

L1: smithers you infernal ninny
L2: σμίδερς καταραμένο κουτορνίθι

L1: look out smithers come on
L2: σμίδερς έλα τώρα

smither.NOUNσμίθερ/σμίθερςShort phrases:
(look, smither), (worry, smither), (shot, smither), (go, powder)
(wrong, cheat)

Words:
get, two, look, throw
worry, shot, feel, hound, character, powder



L1: - smithers and burns
L2: - τον σμίθερς και τον μπερνς

L1: smithers step on it
L2: σμίθερς σανίδωσέ το

L1: throw him out smithers
L2: πέτα τον έξω σμίθερς

L1: smithers what a marshmallow
L2: τι κόπανος αυτός ο σμίθερς

L1: smithers the medicine balls
L2: σμίθερς τις ιατρικές μπάλες

poacher.NOUNλαθροθήρας/λαθροθήρε/λαθροθήρεςShort phrases:
(somebody, poach), (poach, poacher), (area, later), (later, poacher)
(find, poacher)

Words:
need, somebody, poach, probably
find, around



L1: and there are poachers
L2: και ήρθαν κάτι λαθροθήρες

L1: so you reckon it's poachers
L2: τι λέςήταν λαθροθήρας

L1: i don't take kindly to poachers
L2: δεν συμπαθώ τους λαθροθήρες

L1: and there are poachers and edmund
L2: και ήρθαν και λαθροθήρες και ο εντμουντ

L1: hell those poachers were bad men
L2: να πάρει αυτοί οι λαθροθήρες ήταν κακοί άνθρωποι

poacher.NOUNλαθροκυνηγό/λαθροκυνηγόςShort phrases:
(catch, poacher), (boy, poacher), (take, poacher), (may, take)
(tranquillizer, gun)

Words:
catch, come, thief, elephant
bear, trap, boy



L1: poachers for the ivory
L2: λαθροκυνηγοί για το ελεφαντοστούν

L1: hey you're a poacher man
L2: είσαι λαθροκυνηγός

L1: lucas called her the poacher
L2: ο λούκας την έλεγε λαθροκυνηγό

L1: then the poachers take it away
L2: μετά οι λαθροκυνηγοί το έκαναν κατοχή

L1: but you have a personal egg poacher
L2: μα έχεις προσωπικό λαθροκυνηγό αυγών

scatter.VERBδιασκορπισμένος/διασκορπίστηκαν/διασκορπιστώShort phrases:
(well, scatter), (han, river), (buk, han), (cremate, ashe)
(people, scatter), (time, scatter)

Words:
-, well, ago, galaxy
buk, people, lose, time



L1: these planets are scattered
L2: αυτοί οι πλανήτες είναι διασκορπισμένοι

L1: yep everyone's kind of scattered
L2: ναι όλοι λίγοπολύ έχουν διασκορπιστεί

L1: not if there's nothing to scatter
L2: οχι αν δεν υπάρχει τίποτα για να διασκορπιστεί

L1: she asked that they be scattered here
L2: ζήτησε να διασκορπιστούν εδώ

L1: many are peasants scattered around the countryside
L2: πολλοί είναι χωρικοί διασκορπισμένοι στην επαρχία

scatter.VERBδιάσπαρτοςShort phrases:
(piece, piece), (particle, scatter), (probably, scatter), (europe, know)
(around, europe), (wife, grave), (wish, ashe)

Words:
particle, probably, europe, wife
piece, throughout, island



L1: survivors are scattered throughout the nebula
L2: οι επιζώντες είναι διάσπαρτοι σε όλο το νεφέλωμα

L1: notice the metal fragments scattered throughout the flesh
L2: παρατηρήστε τα μεταλλικά θραύσματα που είναι διάσπαρτα σε όλη τη σάρκα

L1: the scattered remains of dead star the crab nebula
L2: τα διάσπαρτα λείψανα νεκρών αστέριων το νεφέλωμα καβούρι

L1: ancient tombs scattered throughout the lengthened breath of this peninsula
L2: αρχαία τάφους διάσπαρτα σε όλη επιμηκυνθεί το αναπνοή αυτής της χερσονήσου

L1: a handful of voim units remain scattered about the globe small recon teams
L2: μια χούφτα των μονάδων volm παραμένουν διάσπαρτα για τον κόσμο μικρές ομάδες ανασυγκρότησης

insubordination.NOUNανυπακοή/ανυπακοόςShort phrases:
(act, insubordination), (right, gross), (charge, insubordination), (tolerate, insubordination)


Words:
act, sound, insubordination, mental
history, tolerate, file, charge, would



L1: insubordination all the same
L2: - εξακολουθεί να είναι ανυπακοή

L1: there was no insubordination
L2: δεν υπήρχε καμία ανυπακοή

L1: wes this is insubordination
L2: ουές αυτό είναι ανυπακοή

L1: do you hear this insubordination
L2: βλέπεις ανυπακοή

L1: look write me up for insubordination
L2: κατηγόρησέ με για ανυπακοή αλλά δε μπορώ να γυρίσω τώρα

insubordination.NOUNαπειθαρχίαShort phrases:
(ass, insubordination), (know, insubordination), (well, insubordination), (fire, insubordination)
(kind, insubordination), (brook, insubordination), (annoy, brook), (else, insubordination)

Words:
major, know, well, good
fire, ass, kind, brook



L1: i was ruined for my insubordination
L2: με κατάστρεψαν για την απειθαρχία μου

L1: and insubordination is no laughing matter
L2: και η απειθαρχία δεν είναι ζήτημα για γέλια

L1: 25 years never seen such blatant insubordination
L2: στα 25 χρόνια μου δεν έχω δει ποτέ τόσο κραυγαλέα απειθαρχία

L1: stick it up your ass is insubordination
L2: βάλ' το στον κώλο σου είναι απειθαρχία

L1: colonel bowie i have had just about enough insubordination
L2: συνταγματάρχη μπούϊ αρκετά ανέχτηκα την απειθαρχία σου

fight.VERBτσακωνόμαστεShort phrases:
(start, fight), (never, fight), (stop, fight), (us, fight)
(let, fight)

Words:
time, anymore, start, since
maybe, never, get, stop, us, let



L1: i'm not really fighting
L2: δεν τσακωνόμαστε

L1: sarah letlet's not fight
L2: sarah ας μην τσακωνόμαστε

L1: - we don't fight
L2: - δεν τσακωνόμαστε

L1: and now we're fighting
L2: και τώρα τσακωνόμαστε

L1: we fought so much
L2: τσακωνόμαστε τόσο πολύ

fight.VERBκαταπολέμηση/καταπολεμήσω/καταπολεμώShort phrases:
(♪, fight), (way, fight), (help, fight)


Words:
corruption, system, evil, war
virus, way, infection, help, crime



L1: i'm fighting a cold
L2: καταπολεμώ το συνάχι μου

L1: don't fight it cami
L2: μην την καταπολεμήσουμε cami

L1: we can't keep fighting
L2: δεν μπορούμε να συνεχίσουμε την καταπολέμηση

L1: help fight crime dial 999
L2: βοηθήστε στην καταπολέμηση του εγκλήματος καλέστε το 100

L1: in fact i fight it
L2: στην πραγματικότητα εγώ την καταπολεμώ

fight.VERBαγωνιζόμαστεShort phrases:
(must, fight), (keep, fight), (everything, fight), (continue, fight)


Words:
standing, everything, life, year
together, continue, right



L1: we just stop fighting
L2: θα σταματήσουμε ν' αγωνιζόμαστε

L1: we have to keep fighting
L2: πρέπει να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε

L1: do we have to fight
L2: θα πρέπει ν’ αγωνιζόμαστε

L1: we're fighting for our lives
L2: - αγωνιζόμαστε για τη ζωή μας

L1: we're fighting for the american way
L2: αγωνιζόμαστε για τον αμερικάνικο τρόπο ζωής

fight.VERBκαβγά/καβγαδίζω/καβγώShort phrases:
(never, fight), (good, reason), (help, megan), (33, fight)
(fight, 33), (time, day), (beautiful, river), (angry, want), (come, fight), (wanna, fight), (fight, fight), (please, fight)

Words:
33, please, wanna, argue
come



L1: no fight fighting not good
L2: - μην κάνεις καβγά

L1: you're not gonna let willard fight
L2: μην αφήσεις τον γουίλαρντ να μπει σε καβγά

L1: and you want to fight even here
L2: και πήγες να κάνεις καβγά εδώ

L1: - hey we can do that fight
L2: μπορούμε να καβγαδίζουμε

L1: oh - hungry horny itching to fight
L2: είμαι πεινασμένος καυλωμένος και έτοιμος για καβγά

fight.VERBαγωνίζεσαιShort phrases:
(yong, chun), (chun, quan), (see, fight), (know, fight)
(change, thing), (custer, learn), (general, custer), (exactly, fight)

Words:
chun, yong, afraid, custer
general, exactly, see, well, keep



L1: still fighting all the time
L2: εξακολουθείς να αγωνίζεσαι όλη την ώρα

L1: you got to fight celie
L2: αυτά τo έχoυν πρέπει ν αγωνίζεσαι σίλι

L1: ted says you've gotta fight
L2: ο τεντ λέει ότι πρέπει να αγωνίζεσαι

L1: fighting the good fight huh
L2: αγωνίζεσαι τον καλό αγώνα ε

L1: you don't fight your way clear
L2: δεν αγωνίζεσαι μέχρι τέλους

fight.VERBμονομαχήσω/μονομαχώShort phrases:
(want, fight), (challenge, fight), (must, fight), (wickham, kill)
(man, fight), (go, fight), (would, fight)

Words:
must, gentleman, wickham, winner
would, challenge, man, duel



L1: let them fight now
L2: να μονομαχήσουν τώρα

L1: now we're gonna fight
L2: τώρα θα μονομαχήσουμε

L1: you probably fight duels too
L2: μάλλον θα μονομαχείς κιόλας

L1: jerry wanted to fight buddy
L2: ο τζέρι ήθελε να μονομαχήσει με τον μπάντι

L1: carter and enrique can fight tomorrow
L2: ο κάρτερ κι ο ενρίκε μπορούν να μονομαχήσουν αύριο

fight.VERBαντισταθάω/αντιστάθηκεShort phrases:
(say, fight), (could, fight), (try, fight)


Words:
baby, say, dragon, could
feeling, hard, try, back



L1: maybe avery fought back
L2: ίσως ο έιβερι αντιστάθηκε

L1: he fought very bravely
L2: - αντιστάθηκε γενναία

L1: i won't fight back
L2: δεν θα αντισταθώ

L1: did meyers fight back
L2: - αντιστάθηκε ο μάγιερς

L1: i can't fight it
L2: δεν μπορώ να αντισταθώ

fight.VERBκαυγά/καυγαδίζω/καυγώShort phrases:
(cat, fight), (night, fight), (three, fight), (start, fight)
(want, fight), (wanna, fight), (fight, fight)

Words:
girl, cat, guy, #
start, want, wanna



L1: why fight with blacks
L2: γιατί καυγαδίζετε με τους μαύρους

L1: fight fight fight fight
L2: καυγάς καυγάς

L1: keep fighting keep fighting
L2: συνεχίστε τον καυγά

L1: - are you fighting
L2: - καυγαδίζετε

L1: i don't wanna fight
L2: δε θέλω καυγά

fight.VERBτσακωνάμαι/τσακώνεσαιShort phrases:
(always, fight), (use, fight)


Words:
remember, car, father, nikki
caroline, everything, mother, dad, always, guy, use, lot, time



L1: he was fighting again
L2: πάλι τσακωνόταν

L1: chloe would never fight
L2: η χλόη δεν θα τσακωνόταν ποτέ

L1: we fought every day
L2: τσακωνόμασταν κάθε μέρα

L1: he's been fighting today
L2: τσακωνόταν

L1: ben was fighting with peter
L2: ο μπεν τσακωνόταν με τον πίτερ

yuan.NOUNγουάνShort phrases:
(15, yuan), (50, yuan), (9, yuan), (5, yuan)
(go, higher), (pay, 50)

Words:
15, ticket, 9, 50
5, 2, go, drop, total, 2.5, 40



L1: a 300 yuan ticket
L2: ένα εισιτήριο των 300 γουάν

L1: no that's wrong 13 yuan
L2: λάθος 1 3 γουάν

L1: a bus ticket costs 205 yuan
L2: 'ενα εισιτήριο κάνει 205 γουάν

L1: you could make 500000 yuan a month
L2: θα μπορούσες να βγάζεις 500000 γουάν ( 60380 ευρώ ) τον μήνα

L1: i can make 2 yuan a day
L2: παίρνω δυο γουάν τη μέρα

yuan.NOUNγιουάνShort phrases:
(million, yuan), (one, yuan), (70, yuan), (60, yuan)
(500, yuan), (80, yuan)

Words:
million, cent, 70, 60
two, thousand, 500, us, 80, one, yuan



L1: what about 400 yuan
L2: δώσε 400 γιουάν

L1: tickets to guangzhou 240 yuan
L2: εισιτήρια για τη γκουάνζου 240 γιουάν

L1: one hundred and twenty yuan
L2: 120 γιουάν

L1: - to pass through 10 yuan
L2: - για να περάσεις 10 γιουάν

L1: i'm telling you i paid 500 yuan for it
L2: σου λέω ότι το πλήρωσα 500 γιουάν

handgun.NOUNπερίστροφοShort phrases:
(murder, weapon), (teach, use), (get, handgun), (sell, handgun)
(look, handgun), (two, handgun)

Words:
murder, yeah, high, sell
two, get



L1: it's from a 9mm handgun
L2: είναι από περίστροφο 9 χιλιοστών

L1: the other two had handguns
L2: οι άλλοι δύο είχαν περίστροφα

L1: you had two handguns with you
L2: είχατε δύο περίστροφα μαζί σας

L1: we found a handgun on him
L2: βρήκαμε ένα περίστροφο πάνω του

L1: neighbor reports husband's armed with a handgun
L2: ο γείτονας αναφέρει ότι ο σύζυγος είναι οπλισμένος με ένα περίστροφο

handgun.NOUNπιστόλιShort phrases:
(carry, handgun), (well, handgun), (rifle, outside), (carry, rifle)
(mm, well), (caliber, handgun), (should, get), (still, get)

Words:
six, 9, point, shoot
range, carry, caliber, uzis



L1: and a large calibre handgun
L2: και πιστόλι μεγάλου διαμετρήματος

L1: shirley owned a phoenix arms 22caliber handgun
L2: η shirley είχε ένα πιστόλι phoenix arms διαμετρήματος 22

L1: surely you noticed the two handguns in the bathroom
L2: σίγουρα παρατηρήσατε τα δύο πιστόλια στο μπάνιο

L1: the sort team uses 9 mm's in their handgun
L2: η ομάδα sort χρησιμοποιεί σφαίρες 9 χιλ στα πιστόλια της

L1: he had a handgun in his backpack unloaded thank gosh
L2: είχε ένα πιστόλι στο σακίδιό του χωρίς σφαίρες ευτυχώς

diversity.NOUNποικιλίαShort phrases:
(anywhere, else), (else, earth), (old, old), (wrong, believe)
(old, wooden), (genetic, diversity), (bring, diversity), (extraordinary, diversity), (infinite, diversity)

Words:
anywhere, old, genetic, bring
replace, extraordinary, infinite



L1: that's real diversity kyle
L2: αυτή είναι πραγματική ποικιλία kyle

L1: it falls under cultural diversity
L2: - πολιτισμική ποικιλία

L1: this isn't diversity it's depravity
L2: αυτό δεν είναι ποικιλία είναι αχρειότητα

L1: i'm a big fan of diversity
L2: μ' αρέσει η ποικιλία

L1: you know we need more diversity
L2: ξέρετε ότι χρειαζόμαστε περισσότερη ποικιλία

diversity.NOUNποικιλομορφίαShort phrases:
(specie, necessary), (necessary, existence), (dna, right), (strive, diversity)


Words:
diversity, come, opportunity, enough
reef, staff, strive



L1: they have to have diversity
L2: πρέπει να υπάρχει ποικιλομορφία

L1: infinite diversity ln infinite combinations
L2: άπειρη ποικιλομορφία σε άπειρους συνδυασμούς

L1: well we do pride ourselves on diversity
L2: είμαστε περήφανες για την ποικιλομορφία μας

L1: and owen knew about the diversity of life
L2: και ο όουεν γνώριζε σχετικά με την ποικιλομορφία της ζωής

L1: it's a small world young lady i know celebrate our diversity
L2: είναι μικρή παγκόσμια νέα κυρία ξέρω γιορτάζω την ποικιλομορφία μας

rod.NOUNβέργαShort phrases:
(coolant, rod), (spare, rod), (pull, rod), (guy, rod)
(steel, rod), (stick, head), (iron, rod)

Words:
leave, head, pull, guy
spare, steel, stick, iron



L1: just get another rod
L2: φέρε μια άλλη βέργα

L1: give me another rod
L2: δώσε μου μια άλλη βέργα

L1: could your rods be responsible
L2: μπορεί να φταίνε οι βέργες σου

L1: we must change your cooling rods
L2: πρέπει να αλλάξεις τις βέργες ψύξης σου

L1: - did you break the curtain rod .
L2: έσπασες τη βέργα της κουρτίνας

rod.NOUNκαλάμιShort phrases:
(fishing, rod), (take, rod), (right, hand), (put, rod)
(give, rod)

Words:
fishing, reel, rod, work
use, bring, take, give



L1: give me that rod
L2: δωσ'μου το καλάμι

L1: give me your rod
L2: δώσε μου το καλάμι

L1: with his fishing rod
L2: με το καλάμι του

L1: - that's my fishing rod
L2: - το καλάμι μου

L1: i'll just fetch my rod
L2: - να πάρω μόνο το καλάμι μου - ως ταπεινός υπηρέτης σας σας ζητώ

bug.NOUNζωύφια/ζωύφιο/ζωύφιοςShort phrases:
(go, bug), (bring, bug), (water, bug), (mean, bug)
(full, bug)

Words:
transmitter, die, mean, huh
super, kill, water, full



L1: the bugs are retreating
L2: τα ζωύφια υποχωρούν

L1: we don't need bugs
L2: δεν θέλω να μπουν ζωύφια

L1: stay down bug thundra
L2: μείνε κάτω ζωύφιο

L1: there's no bugs no
L2: - δεν υπάρχουν ζωύφια

L1: - the bugs attacked
L2: - τα ζωύφια επιτέθηκαν

bug.NOUNκοριό/κοριός/κοριού/κοριούςShort phrases:
(drop, bug), (find, bug), (put, bug), (bed, bug)
(plant, bug)

Words:
phone, drop, place, car
office, put, sweep, bed, find, plant



L1: mites as in bugs
L2: ζωύφια όπως κοριοί

L1: she's clean no bugs
L2: - καθαρή δεν έχει κοριούς

L1: the bug isn't fbi
L2: ο κοριός δεν είναι του fbi

L1: - it's a bug
L2: - κοριός

L1: can you trace the bug
L2: - μπορείς να εντοπίσεις τον κοριό

bug.NOUNέντομα/έντομο/εντόμοShort phrases:
(big, bug), (see, bug), (like, bug), (release, bug)
(eat, bug)

Words:
kind, ever, big, man
like, control, release, eat, spray



L1: giant bugs are creepy
L2: τα τεράστια έντομα είναι ανατριχιαστικά

L1: it's just a bug
L2: είναι απλά ένα έντομο

L1: i'll eat some bugs
L2: θα φάω μερικά έντομα

L1: you're letting bugs in
L2: θα μπουν έντομα μέσα

L1:bugs with boobs
L2: έντομα με βυζιά είσαι καλά μάρσαλ

bug.NOUNιό/ιός/ίωσηShort phrases:
(last, week), (24-hour, bug), (stomach, bug), (go, around)


Words:
god, week, something, system
24-hour, go, nasty, stomach, around



L1: you mean the bug
L2: εννοείς τον ιό

L1: how's the flu bug
L2: - πώς πάει ο ιός της γρίπης

L1: this bug kills so fast
L2: τούτος δω ο ιός σκοτώνει τόσο γρήγορα

L1: i followed the bug here
L2: ακολούθησα τον ιό

L1: it seems she caught a bug
L2: μάλλον κόλλησε κάποιον ιό

bug.NOUNμικρόβιοShort phrases:
(get, stomach), (give, bug), (probably, get), (nasty, bug)
(get, bug), (act, bug), (catch, bug)

Words:
could, may, oh, make
nasty, felisa, act, catch



L1: terrible bug going around
L2: κάποιο μικρόβιο ποιο είναι το πρόβλημα

L1: i have the bug
L2: έχω το μικρόβιο

L1: it's a stomach bug
L2: είναι ένα μικρόβιο

L1: uh stomach bug or
L2: μικρόβιο στο στομάχι ή

L1: i caught the bug
L2: κόλλησα το μικρόβιο

bug.NOUNμαμούνιShort phrases:
(exactly, bug), (get, bite), (dead, bug), (one, bug)
(swallow, bug), (squish, bug)

Words:
look, swallow, bite, ass
squish, stalker



L1: those bugs are weevils
L2: αυτά τα μαμούνια είναι σκαθάρια

L1: it's not a bug
L2: δεν είναι μαμούνι

L1: beetles as in bug beetles
L2: μαμούνια

L1: cockroaches beetles butterflies and bugs
L2: πουλίθαλασσινό ζουζούνια πεταλούδες και μαμούνια

L1: forget about the bugs ok
L2: ξέχνα τα μαμούνια οκ

bug.NOUNμπαγκ/μπαγκςShort phrases:
(see, bug), (give, "em"), ("em", water), (go, bug)
(shut, bug), (come, bug), (enough, bug), (name, bug), (june, bug)

Words:
pay, cahill, enough, shut
around, take, name, shoot, june, bunny



L1: bug what is this
L2: μπαγκ τι είναι αυτό

L1: aah bugs quit it
L2: μπαγκς κόφτο

L1: bullet that's just bugs
L2: ο μπαγκς είναι

L1: bug this is a three
L2: μπαγκ αυτό είναι 3

L1: i didn't do anything wrong bug
L2: δεν έκανα κάτι λάθος μπαγκ

bug.NOUNζουζούνι/ζουζούνιαShort phrases:
(windshield, shape), (shape, trapezoid), (cloud, bug), (slug, thing)
(fly, slug), (good, job), (job, bug), (keep, bug)

Words:
cloud, job, stop, keep
slug, taste, alien, oh, big, fly



L1: it was a bug
L2: 'ενα ζουζούνι

L1: there's my beautiful bug
L2: να το όμορφο ζουζούνι μου

L1: i'm not a bug
L2: δεν είμαι ζουζούνι

L1: stupid closet full of bugs
L2: ηλίθια αποθήκη γεμάτη ζουζούνια

L1: a bug is a bug
L2: για μένα ένα ζουζούνι είναι απλά ένα ζουζούνι

vamp.NOUNβρικόλακας/βρικόλακεShort phrases:
(one, vamp), (get, vamp), (take, vamp), (fresh, vamp)
(yeah, vamp), (find, alpha)

Words:
find, vamp, turn, yeah
spike, one, take, like, fresh, look



L1: the retard's not a vamp
L2: το καθυστερημένο δεν είναι βρικόλακας

L1: vamps tend to move around
L2: οι βρικόλακες μετακινούνται

L1: i mean vamps are trackers terrific
L2: οι βρικόλακες είναι ανιχνευτές

L1: the vamp that killed krissy's dad
L2: τον βρικόλακα που σκότωσε τον πατέρα τής κρίσι

L1: how did a damn vamp find me
L2: πώς με βρήκε ένας βρικόλακας είχα βοήθεια

vamp.NOUNβαμπίρShort phrases:
(get, pam), (cop, get), (traitor, vamp), (human, vamp)
(two, vamp), (see, vamp)

Words:
cop, lover, traitor, lot
human, two, see, let



L1: the vamps the vamps i hate
L2: τα βαμπίρ τα βαμπίρ τα μισώ

L1: don't worry about seeing any actual vamps
L2: μην ανησυχείς δεν θα δούμε βαμπίρ

L1: - you got much vamp trouble these days
L2: - έχετε προβλήματα με βαμπίρ αυτόν τον καιρό

L1: - only a vamp could live like this
L2: - μόνο βαμπίρ θα ζούσε έτσι

L1: vamps know better than to even cross venice boulevard
L2: τα βαμπίρ ξέρουν πια και δεν περνούν απ την λεωφόρο βένις

trigger.NOUNσκανδάλη/σκανδαλη/σκανδάλη.Short phrases:
(hair, trigger), (finger, trigger), (squeeze, trigger), (pull, trigger)


Words:
like, press, hair, trigger
squeeze, finger, pull



L1: pull the trigger man
L2: πάτα τη σκανδάλη φίλε

L1: you pull the trigger
L2: εσύ τράβα τη σκανδάλη

L1: pull the trigger michael
L2: τράβα τη σκανδάλη μάικλ

L1: just pulled the trigger
L2: - απλά πατήσατε τη σκανδάλη

L1: the trigger - maybe
L2: - και την σκανδάλη

trigger.NOUNέναυσμαShort phrases:
(stressor, either), (mechanism, large), (large, explosive), (cue, trigger)
(know, trigger), (still, work), (emotional, trigger), (could, trigger), (engagement, could), (probably, trigger), (must, trigger)

Words:
could, timer, cue, probably
work, emotional



L1: could be the trigger
L2: θα μπορούσε να είναι το έναυσμα

L1: it's a trigger it's a brainwashing term
L2: είναι έναυσμα όρος σχετικός με πλύση εγκεφάλου

L1: i'll make my way to the trigger
L2: ετοιμάζομαι για να δώσω το έναυσμα

L1: every time bomb has a trigger duck
L2: κάθε βόμβα έχει ένα έναυσμα ντακ

L1: it's this trigger that we'd be looking for
L2: αυτό το έναυσμα πρέπει να βρούμε

trigger.NOUNπυροκροτητή/πυροκροτητήςShort phrases:
(pressure, trigger), (axmali, trigger), (remote, trigger), (quantum, trigger)
(nuclear, trigger), (zero, pull), (atomic, trigger), (give, trigger)

Words:
axmali, quantum, mike, atomic
nuclear, reconfigure, remote, give, bomb



L1: i want those triggers
L2: θέλω αυτούς τους πυροκροτητές

L1: where's your trigger !
L2: πού είναι ο πυροκροτητής

L1: - the trigger's tamperproofed
L2: - ο πυροκροτητής είναι απρόσβλητος

L1: giving him the trigger
L2: - να του δώσουμε τον πυροκροτητή

L1: they haven't found the trigger
L2: δεν βρήκαν τον πυροκροτητή

trigger.NOUNπολεμοχαρός/πρκShort phrases:
(anything, trigger), (build, anything), (bring, trigger), (bravo, one)
(release, trigger), (el, soldat), (nuclear, trigger), (still, trigger)

Words:
anything, bring, el, nuclear
girlfriend, ex



L1: - a triggerhappy exgirlfriend
L2: - μια πολεμοχαρή πρώην φιλενάδα

L1: and we don't have the triggers
L2: και δεν έχουμε τους πρκ

L1: a triggerhappy exgirlfriend should we shoot them
L2: - μια πολεμοχαρή πρώην φιλενάδα - να τους πυροβολήσουμε

L1: if you find the triggers make every attempt to secure them
L2: αν βρείτε τους πρκ ασφαλίστε τους με κάθε τρόπο

L1: i want protection especially when i'm holding a case of nuclear triggers
L2: θέλω προστασία ειδικά όταν κρατάω μια βαλίτσα με πυρηνικούς πρκ

podium.NOUNεξέδρας/εξέδροShort phrases:
(put, podium), (leave, stand), (join, podium), (would, join)
(son, go), (embrace, father), (holy, place), (walk, podium), (look, crowd)

Words:
know, put, place, embrace
holy



L1: to the podium please
L2: στην εξέδρα παρακαλώ

L1: if i put the podium there it'll stay down
L2: αν βάλω την εξέδρα εκεί θα μείνει κάτω

L1: the guards will escort you to the podium whenever you're ready
L2: οι φρουροί θα σας συνοδεύσουν στην εξέδρα

L1: well she could've hurt herself trying to throw the podium at him like that
L2: θα μπορούσε να χτυπήσει όταν πέταγε την εξέδρα - έτσι καταπάνω του

L1: as far as i'm concerned we should have gotten the first minister off that podium as soon as we received the information
L2: έπρεπε να τον κατεβάσουμε από την εξέδρα όταν πήραμε την πληροφορία

podium.NOUNβάθροShort phrases:
(go, podium), (stand, podium), (way, podium), (welcome, podium)
(please, welcome), (one, podium), (return, podium), (get, podium), (make, way)

Words:
way, welcome, finish, since
one, return, first, podium



L1: i got the podium in my sights
L2: - έχω το βάθρο στο οπτικό μου πεδίο

L1: marco simoncelli has grabbed his first motogp podium
L2: ο μάρκο σιμοντσέλι ανεβαίνει για πρώτη φορά στο βάθρο

L1: first at the podium where bender got his medal
L2: πρώτα στο βάθρο όπου ο μπέντερ πήρε το μετάλλιο

L1: now get up to that podium and change the world
L2: τώρα ανεβειτε σε αυτο το βάθρο και αλλάξτε τον κόσμο

L1: i'll ask our contestants to join me on the podium
L2: παρακαλώ τους διαγωνιζόμενους να έρθουν στο βάθρο

free.ADJδωρεάν/δωρεαν/δωρεάv/δωρεώShort phrases:
(get, one), (away, free), (offer, free), (one, free)
(give, free)

Words:
service, away, advice, clinic
lesson, ticket, one, offer, sample, give, charge



L1: free gifts at mungo's
L2: δωρεάν δώρα στους μάνκγο

L1: you me free dinner
L2: εσύ εγώ δωρεάν δείπνο

L1: because it was free
L2: επειδή ήταν δωρεάν

L1: free drinks all night
L2: δωρεάν ποτά όλη τη νύχτα

L1: free country ain't it
L2: δωρεάν χώρα έτσι δεν είναι

free.ADJτσάμπα/τσάμπας/τσάμπο/τσάμποςShort phrases:
(drink, free), (want, free), (work, free), (eat, free)


Words:
drink, nothing, want, food
time, eat, booze



L1: free cappuccinos for everyone
L2: τσάμπα καπουτσίνο για όλους

L1: she works for free
L2: μα δουλεύει τσάμπα

L1: they got free sodas
L2: έχουν τσάμπα αναψυκτικά

L1: everything free in america
L2: όλα τσάμπα στην αμερική

L1: - first one's free
L2: η πρώτη είναι τσάμπα

free.ADJτζάμπα/τζάμπας/τζάμπο/τζάμποςShort phrases:
(get, free), (work, free)


Words:
okay, movie, shit, drink
refill, meal, food, work



L1: nothing is free ulrik
L2: τίποτα δεν είναι τζάμπα ούλρικ

L1: everything's free this week
L2: 'oλα είvαι τζάμπα αυτή τη βδoμάδα

L1: pro bono it's free
L2: δηλαδή τζάμπα

L1: free beer for everyone
L2: τζάμπα μπύρα για όλους

L1: it's ready it's free
L2: είναι έτοιμο και είναι τζάμπα

free.ADJδιστάσει/διστάσωShort phrases:
(last, meet), (give, arcee), (arcee, free), (hesitate, shoot)
(chance, get), (please, feel), (feel, free)

Words:
arcee, hesitate, ask, call
please, feel



L1: feel free to contribute
L2: μη διστάσετε να συνεισφέρουν

L1: feel free to do the same
L2: μη διστάσετε να κάνετε το ίδιο

L1: feel free to drop my name
L2: διστάσετε να πέσει όνομά μου

L1: - please feel free to call
L2: - μη διστάσετε να μου τηλεφωνήσετε

L1: feel free to take a tax deduction
L2: μη διστάσεις να ζητήσεις μείωση φόρου

free.ADJθέλησήShort phrases:
(turn, celebrate), (agirllikemewouldnot, free), (one, force), (force, free)
(apologise, accord), (firm, intention), (intention, take), (leave, free), (come, free)

Words:
individual, leave, continue, agirllikemewouldnot




L1: go of your own free will
L2: πήγαινε με τη δική θέλησή σου

L1: i came of my own free will
L2: - με τη θέλησή μου ήρθα

L1: i'm here of my own free will
L2: με τη θέλησή μου ήρθα

L1: everyone is here by their own free will
L2: - ησυχία όλες είναι εδώ με τη θέλησή τους

L1: and you went of your own free will
L2: και συμφωνήσατε με την ελεύθερη θέλησή σας

honorary.ADJεπίτιμοςShort phrases:
(police, officer), (make, honorary)


Words:
become, pledge, officer, police
president, deputy, chairman, make, member



L1: you're the honorary chair
L2: είσαι ο επίτιμος πρόεδρος

L1: make you honorary chief
L2: θα γίνεις επίτιμος αρχηγός

L1: every honorary chair gets assistants
L2: κάθε επίτιμος πρόεδρος έχει βοηθούς

L1: we made him an honorary chief
L2: τον κάναμε επίτιμο αρχηγό

L1: i declare you an honorary truitt
L2: σε ονομάζω επίτιμο μέλος των τρούιτ

honorary.ADJτιμητικό/τιμητικόςShort phrases:
(bar, mitzvah), (award, honorary)


Words:
degree, position, title, present
one, guard, doctorate, bar, mitzvah, award



L1: an honorary jolly wrench
L2: μια τιμητική jolly κλειδί

L1: your rank of lieutenant commander is honorary
L2: ο βαθμός σου του πλοιάρχου είναι τιμητικός

L1: and it's not some honorary thing either
L2: και δεν είναι απλά κάτι τιμητικό

L1: here he is conferring an honorary degree on richard nixon
L2: εδώ απονέμει τιμητικό πτυχίο στον ρίτσαρντ νίξον

L1: i have an honorary lifetime membership at the pussycat palace
L2: έχω τιμητική κάρτα μέλους στο στριπτιτζάδικο pussycat palace

wheel.NOUNτιμόνιShort phrases:
(hold, wheel), (turn, wheel), (fall, asleep), (grab, wheel)
(asleep, wheel), (hand, wheel), (steering, wheel), (take, wheel), (behind, wheel)

Words:
hold, grab, asleep, hand
steering, take, behind



L1: hit the steering wheel
L2: πιάσε το τιμόνι

L1: i have the wheel
L2: έχω το τιμόνι

L1: damned tight this wheel
L2: πολύ σφιχτό αυτό το τιμόνι

L1: give me that wheel
L2: δώσε μου το τιμόνι

L1: grab the wheel yuji
L2: πιάσε το τιμόνι γιούτζι

wheel.NOUNτροχό/τροχός/τροχούShort phrases:
(great, wheel), (chore, wheel), (invent, wheel), (spin, wheel)


Words:
justice, attach, fire, chore
invent, great, turn, fortune, spin



L1: pop the wheels genius
L2: βάλε τους τροχούς ιδιοφυΐα

L1: that's the tibetan wheel
L2: είναι ο θιβετιανός τροχός

L1: he broke a wheel
L2: έσπασε ένας τροχός

L1: being the fifth wheel
L2: να είμαι ο πέμπτος τροχός της αμάξης

L1: ragu the right wheel
L2: ragu το δεξιό τροχό

wheel.NOUNροδα/ρόδα/ροδάκιας/ρόδεςShort phrases:
(put, wheel), (house, wheel), (need, wheel), (two, wheel)
(get, wheel), (ferris, wheel), (four, wheel), (training, wheel)

Words:
train, come, put, two
need, four, ferris, training



L1: man 2 two wheels
L2: στις δύο ρόδες

L1: training wheels are off
L2: οι βοηθητικές ρόδες βγήκαν

L1: stop the damn wheel
L2: –σταμάτα τη ρόδα

L1: spin the wheel please
L2: γύρισε τη ρόδα please

L1: the wheels are newish
L2: οι ρόδες είναι σχεδόν καινούριες

blow.VERBάνεμοςShort phrases:
(♪, blow), (one, day), (wind, start), (wind, blow)


Words:
high, breeze, day, around
us, ♪, away, wind



L1: the wind is blowing
L2: ο άνεμος φυσάει

L1: the wind blew her down
L2: την έριξε κάτω ο άνεμος

L1: ♬♬ blowing the wind ♬♬
L2: ~ φυσώντας ο άνεμος ~

L1: a northwest wind is blowing
L2: φυσάει βορειοδυτικός άνεμος

L1: ! it's wind drafts blowing
L2: είναι σχέδια άνεμος πνέει

blow.VERBφουσκώνω/φουσκώσωShort phrases:
(like, balloon), (outside, blow), (go, blow), (wind, outside)
(hand, blow)

Words:
balloon, go, outside, air
sail, even, cheek, hand



L1: i blow up balloons
L2: φουσκώνω μπαλόνια

L1: blowing up balloons i thought
L2: φουσκώνοντας μπαλόνια σκέφτηκα

L1: i wanted him to blow up the balloon
L2: επειδή ήθελα να μου φουσκώσει το μπαλόνι

L1:blow them up like two balloons ¶
L2: θα τα φουσκώσουν σα να 'ταν μπαλονάκια

L1: please tell me he's blowing up a manshaped balloon
L2: σε παρακαλώ πες μου ότι φουσκώνει ένα μπαλόνι σε σχήμα άντρα

pen.NOUNπένα/πένεςShort phrases:
(tongue, pen), (stroke, pen), (dip, pen), (mighty, sword)
(fountain, pen)

Words:
company, stroke, tongue, sword
poison, dip, mighty, fountain, ink



L1: - pen and ink
L2: - πένα και μελάνι

L1: pick up your pens
L2: πιάστε τις πένες σας τώρα

L1: my ink pen please
L2: εκεί είναι την πένα μου παρακαλώ την πένα

L1: with a pen remember
L2: με πένα γίνεται θυμάσαι

L1: take up your pen
L2: πάρε την πένα σου

pen.NOUNστυλο/στυλό/στυλόςShort phrases:
(lend, pen), (get, pen), (use, pen), (got, pen)
(drop, pen), (bring, pen)

Words:
lend, go, keep, black
drop, could, oh, give, find, write, get



L1: somewhat fancy ballpoint pens
L2: εξεζητημένα στυλό διαρκείας

L1: a leaky fountain pen
L2: ένα στυλό που τρέχει

L1: that'll do a pen
L2: ένα στυλό

L1: - that's your pen
L2: - είναι δικό σου το στυλό

L1: then use a pen
L2: τότε γράφε με στυλό

pen.NOUNστιλόShort phrases:
(can, pen), (good, pen), (anybody, get), (son, pen)
(want, pen), (well, lose), (say, like), (touch, pen)

Words:
son, touch




L1: paper and a pen
L2: χαρτί και στιλό

L1: well get a pen
L2: - βρες ένα στιλό

L1: okay here's a pen
L2: εντάξει πάρε ένα στιλό

L1: i should get a pen
L2: πρέπει να φέρω ένα στιλό

L1: do you have a pen
L2: έχεις στιλό

pen.NOUNμολύβιShort phrases:
(touch, pen), (pick, pen), (push, pen), (paper, pen)
(printout, push)

Words:
pad, pick, touch, push
hey, printout, paper



L1: you dropped your pens
L2: σου πέσανε τα μολύβια

L1: i'll go get a pen
L2: πάω να πάρω ένα μολύβι

L1: - put the fuckin' pen down
L2: - 'ασε κάτω το μολύβι

L1: don't stop the pen from moving
L2: μη σταματάς το μολύβι

L1: - could i borrow your pen please
L2: μπορώ να δανειστώ ένα μολύβι παρακαλώ

commit.VERBέγκλημας/έγκλημοShort phrases:
(man, commit), (crime, commit)


Words:
one, could, serious, suicide
man, criminal, commit, act, murder, felony, crime



L1: i've committed no crime
L2: δεν έχω διαπράξει κανένα έγκλημα

L1: you committed some crime
L2: διέπραξες κάποιο έγκλημα

L1: someone committed a crime
L2: κάποιος διέπραξε ένα έγκλημα

L1: i commit a crime
L2: έκανα κανά έγκλημα

L1: you're committing a crime
L2: διαπράττεται έγκλημα "

commit.VERBαφοσιωμένη/αφοσιωθώShort phrases:
(fully, commit), (really, commit), (fully, committed), (say, commit)
(one, commit)

Words:
fully, cause, work, really
like, totally, people, family



L1: he's committed himself to a very destructive course what
L2: έχει αφοσιωθεί σε έναν πολύ επικίνδυνο σκοπό

L1: the united states is committed to defusing this situation
L2: οι ηπα έχουν αφοσιωθεί στην εκτόνωση αυτής της κατάστασης

L1: at least he's ready to commit to a relationship
L2: τουλάχιστον αυτός είναι έτοιμος να αφοσιωθεί σε μία σχέση

L1: you are really committing to this whole surgery sextalk thing huh
L2: είσαι πραγματικά αφοσιωμένη στην ιατρική σεξοκουβέντα έτσι

L1: man 2 russia is also committed to stability in the region
L2: η ρωσία επίσης είναι αφοσιωμένη στη σταθερότητα της περιοχής

tunnel.NOUNτουνελ/τούνελ/τούνελ.Short phrases:
(like, tunnel), (see, tunnel), (enter, tunnel), (secret, tunnel)
(light, end), (get, tunnel), (go, tunnel), (end, tunnel), (dig, tunnel)

Words:
go, get, see, light
underground, secret, dig, end



L1: there are no tunnels
L2: δεν υπάρχουν τούνελ

L1: the tunnel's breaking up
L2: το τούνελ διαλύεται

L1: those tunnels are real
L2: αυτά τα τούνελ υπάρχουν

L1: maybe find another tunnel
L2: ίσως υπάρχει και άλλο τούνελ

L1: the old sewer tunnel
L2: το παλιό τούνελ της αποχέτευσης

tunnel.NOUNσήραγγα/σήραγγεςShort phrases:
(dimensional, tunnel), (hit, tunnel), (wind, tunnel), (service, tunnel)


Words:
underwater, near, way, come
run, red, wind, hit, service, -, old



L1: utility tunnels rocket silo
L2: χρηστικές σήραγγες αναρροφητές ρουκέτας

L1: the tunnel's insulating it
L2: η σήραγγα την απομονώνει

L1: these tunnels seem endless
L2: αυτές οι σήραγγες φαίνονται ατελείωτες

L1: the tunnelthe escape planeverything
L2: η σήραγγα το σχέδιο απόδρασης όλα

L1: and then a tunnel
L2: και μετά μια σήραγγα

tunnel.NOUNστοάShort phrases:
(behind, lead), (lead, wall), (subway, tunnel), (time, tunnel)
(say, tunnel), (long, tunnel), (follow, tunnel)

Words:
support, long, time, say
around, way



L1: i've seen them in the tunnels
L2: τους είδα στις στοές

L1: begin with the tunnels under farpoint
L2: ξεκίνα με τις στοές κάτω από το φαρπόιντ

L1: its hidden tunnels its weaknesses its people
L2: τις κρυφές στοές του τις αδυναμίες του τους ανθρώπους του

L1: suspect is running northbound in a tunnel towards 122
L2: ο ύποπτος τρέχει βόρεια σε μία στοά προς την 122η

L1: found behind a tunnel that got sealed in 1948
L2: βρέθηκε πίσω από μια στοά που σφραγίστηκε το 1948